“Και γιατί δεν μιλούσε νωρίτερα η πουτάνα”

Αναδημοσίευση από το περιοδικό “ΖΗΝ” τεύχος 82.

Συνέντευξη στον Κ. Πουλή με τίτλο “Μαρτυρία: τριάντα χρόνια αργότερα”.

 

Η Α. η ήρθε σε επαφή μαζί μας μέσω ενός κοινού φίλου, ο οποίος μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι μια γυναίκα θέλει να μιλήσει για ένα περιστατικό βιασμού. Τη βίασε σε ηλικία εννέα ετών, πριν από περισσότερα από 30 χρόνια, ένας φίλος του πατέρα της, μέσα σε έναν παιδικό σταθμό.

Και την πρώτη φορά που βρεθήκαμε για να μιλήσουμε αλλά και όταν τελικά κάναμε τη συνέντευξη, η Α. μίλησε πάρα πολύ λίγο για το ίδιο το γεγονός, και πάρα πολύ εκτεταμένα για το πώς έχει επηρεάσει τη ζωή της. Η επιθυμία της να μιλήσει αφορά όλους τους μηχανισμούς με τους οποίους αυτό το τραύμα πέρασε στη ζωή της και τη σημάδεψε μέχρι σήμερα.

Διαβάζοντας εκ των υστέρων το υλικό της απομαγνητοφώνησης νιώθω ότι περισσότερο αυτό που έχει πει είναι η περιγραφή της πορείας αυτής που καταλήγει στη στιγμή που μιλάει. Με αυτή την έννοια, αντί να εντάσσεται στη μεγάλη χορεία των παραινέσεων του τύπου «να μιλάτε», που εκφέρουν σχετικοί και άσχετοι, η συνέντευξη περιγράφει με λεπτομέρεια τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Τι περιλαμβάνει αυτή η διαδικασία, από τις πρώτες παιδικές και μετά εφηβικές συζητήσεις, μετά στις προειδοποιήσεις σε συντρόφους, ακόμη και περιστασιακούς, περνάει από τη δουλειά με ψυχίατρο, ψυχολόγο, τα σαράντα κύματα μιας ενδιάμεσης φάσης κατάθλιψης, ώσπου να πάρει την απόφαση να κάνουμε αυτή τη συνέντευξη. 

Αφού τελείωσε η συνέντευξη εξακολουθήσαμε να μιλάμε και μέσα στις επόμενες μέρες συνεχίζει να μου λέει πράγματα που θεωρεί πάρα πολύ σημαντικό να συμπεριληφθούν, παρότι δεν ειπώθηκαν εκείνη τη στιγμή. Μου έστειλε  ένα συμπληρωματικό μήνυμα στο οποίο περιγράφει την πενταετή περιπέτεια της ψυχολογικής και ψυχιατρικής δουλειάς που έκανε μέχρι να αναδυθούν ξανά αυτές οι μνήμες. Τη φάση της ισχυρότερης καταβύθισης στην κατάθλιψη και το ρόλο που έπαιξε ο πρώην σύζυγός της στο να μπορέσει να μπει σε αυτή διαδικασία της ψυχιατρικής και ψυχολογικής επεξεργασίας που ήταν απαραίτητη μέχρι να μπορεί σήμερα να πει ότι είναι καλά. 

Έχω την εντύπωση ότι μια τέτοια περιγραφή μπορεί να έχει στην προμετωπίδα της την παραίνεσή της να μιλήσουν όσοι και όσες έχουν υποστεί κάτι παρόμοιο, αλλά ταυτοχρόνως προκαλεί δέος η παρουσίαση της πραγματικής διαδρομής που χρειάστηκε να καλυφθεί μέχρι να γίνει αυτό. Στην πράξη απευθύνεται στις επόμενες που θα βρεθούν σε αυτή τη θέση, προκειμένου να μη χρειαστεί να διανύσουν όλη αυτή την απόσταση.

Το δεύτερο κομμάτι που έχει σημασία αφορά το παιδί της. Πώς αποφάσισε να του μιλήσει για αυτό που έχει συμβεί, προσέχοντας να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο από τα βιβλία για παιδάκια που του διάβαζε, προκειμένου να μάθει για τη συναίνεση, την προστασία του και το σώμα του, αλλά ακόμα και να διδαχθεί το ίδιο το παιδί να σέβεται τα όρια των άλλων. Δηλαδή να προσπαθήσει με προσοχή να συμβιβάσει την αγαθότητα ενός παιδιού με την επίγνωση της βαρβαρότητας του κόσμου. 

Έχω κάνει ελάχιστες παρεμβάσεις στη ροή της κουβέντας και νομίζω ότι λίγο-πολύ αυτό που έχω προσπαθήσει είναι να μπορέσω απλώς να δώσω τον χώρο προκειμένου να περιγράψει το βίωμα της όπως εκείνη το επιθυμεί.

Ένα ακόμα στοιχείο που έπαιξε ρόλο σε αυτή την απόφαση, εκτός από την ιδιωτική διαδρομή μέχρι να το αποφασίσει, είναι η επικαιρότητα. Από την υπόθεση Λιγνάδη μέχρι την υπόθεση Μίχου, οι ιστορίες αυτές εντάσσονται σε αυτόν τον μαζικό συλλογικό μηχανισμό αποκάλυψης που πυροδοτεί και την επιθυμία περισσότερων γυναικών να μοιραστούν δημόσια το τραύμα τους.

Κάποια στιγμή, αφού έχουμε σταματήσει να ηχογραφούμε, μου λέει ότι δεν περιέγραψε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τη στιγμή του βιασμού, όχι γιατί υποφέρει όταν τα ξαναφέρνει στο μυαλό της, αλλά γιατί δεν θέλει να σκέφτεται πως θα υπάρχουν αναγνώστες που θα το διαβάσουν και θα πουν: «Καλά πέρασε ο μπαγάσας!» Εγώ δεν σκέφτηκα αυτή την προφύλαξη. Ίσως αυτός να είναι ένας λόγος ακόμα για να ακούμε και για να δημοσιεύουμε τέτοιες μαρτυρίες. Ότι όσο κι αν νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε, στην πραγματικότητα καταλαβαίνουμε πάρα πολύ λίγο.

Τελειώνω λοιπόν με μια προτροπή προς αυτούς που βρίσκονται στην ίδια θέση με μένα: (αντί να νουθετούμε άλλους -και κυρίως άλλες- να μιλάνε) να ακούμε. 

– Θα ήθελα να ξεκινήσουμε με το πώς παίρνεις την απόφαση. Υπάρχει κάποιο επιφανειακό ερέθισμα, ας πούμε; Είναι μια επιθυμία που χτίζεται για χρόνια και μαζί έρχεται και ένα ερέθισμα επικαιρικό, τυχαίο;

– Κοίτα να δεις. Ουσιαστικά τη σοβαρή, σοβαρότατη δουλειά με τον εαυτό μου, την έχω κάνει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Παρ’ όλο που ό,τι έχει συμβεί, έχει συμβεί στα εννιά μου και είμαι σαραντατρία κοντά.

Μου έχει βγει πάρα πολύ έντονα η ανάγκη να βοηθήσω. Να προκαλέσω κόσμο, να μη βιώσει αυτό που βίωσα εγώ. Όχι σαν συμβάν, γιατί το συμβάν όταν είναι να γίνει, θα γίνει. Δεν μπορείς να το αποφύγεις. Δηλαδή στην ηλικία που συνέβη, θα μπορούσαν να το είχαν αποφύγει οι γονείς μου για μένα.

Γιατί ας πούμε, η μαμά μου που με μεγάλωνε κυρίως, δούλευε σαν το σκύλο, για να μπορεί να αντεπεξέλθει σε δύο παιδιά. Στα οικονομικά δύο παιδιών, χωρίς καμία βοήθεια από πουθενά. Αυτή η γυναίκα, όσο και να ήθελε να έχει το νου της, κάποια πράγματα τα ’χανε στην καθημερινότητα. Οπότε έχανε την πιθανή αλλαγή σε συμπεριφορά κ.τ.λ. κ.τ.λ.

Ο πατέρας μου απ’ την άλλη, εκείνη την περίοδο, που ήταν χωρισμένοι οι γονείς μου, μ’ έβλεπε σπάνια. Δεν ήταν το τυπικό «μια φορά την εβδομάδα», τα Σαββατοκύριακα, ήταν πιο σπάνιο. Επίσης, ο πατέρας μου είναι πρώην αλκοολικός. Εκείνη την περίοδο, επειδή ακόμη θρηνούσε τον γάμο του, γιατί ήταν ο πληγωμένος της υπόθεσης, θεωρητικά πάντα, έπινε παραπάνω. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ότι ο πατέρας μου τότε δεν ήξερε την καθημερινότητά μου, δεν ήξερε πώς είναι η συμπεριφορά μου στην καθημερινότητα. Οπότε και το Σαββατοκύριακο που με είχε, και νηφάλιος να ήτανε, δύσκολα θα καταλάβαινε κάποια αλλαγή στη συμπεριφορά.

– Εσύ πώς φτάνεις να μιλήσεις; Μέσα από ποια διαδικασία φτάνεις να μιλήσεις;

– Τώρα, είναι όλα μαζί. Γι’ αυτό σου τα λέω τώρα. Είναι όλα μαζί. Είναι και η δουλειά που έχω κάνει εγώ και νιώθω ότι… Πάντα το ανέφερα, ποτέ δεν το ανέλυα, αλλά και το ανέφερα, περισσότερο για να προστατέψω κάποιον σύντροφο, απ’ το να τρομάξει, από το να σοκαριστεί από την αντίδρασή μου ή οτιδήποτε, και απ’ το να με προσέξει. Έχω μπει στην ανάγκη να με προσέξει.

– Μπορώ να σε ρωτήσω τι σημαίνει να σοκαριστεί απ’ την αντίδρασή σου;

– Ε, εντάξει, μπορεί όταν με κάποιον έχεις σεξουαλική επαφή ή σχέση, είτε είναι σύντροφος μόνιμος, είτε είναι one night stand ας πούμε, αν εσύ μπορεί ξαφνικά νιώθοντας κάτι που σε τρομάζει εκείνη τη στιγμή, και τον σπρώξεις, θα πει «όπα τι έγινε εδώ…», είτε γιατί έχει καταλάβει ότι κάτι σου έχει συμβεί, οπότε αυτό τον σοκάρει, είτε να τρομάξει ότι έκανε κάτι ο ίδιος. Εντάξει, δε μου φταίει σε κάτι ο άλλος άνθρωπος.

– Οπότε αυτό υπάρχει ως σκέψη σε κάθε συνάντηση που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια;

– Ναι υπήρχε. Πάντα υπήρχε στο μυαλό μου. Παρ’ όλο που σε πολύ μεγάλο βαθμό μου είχε λειτουργήσει ανάποδα. Δηλαδή έχω ακούσει από πάρα πολλές γυναίκες και από άντρες φυσικά, ότι «δεν ήθελα να με πλησιάσει άνθρωπος». Ότι «φοβόμουν μη με πλησιάσει άνθρωπος». Εμένα μου είχε λειτουργήσει ανάποδα. Γιατί επειδή το είχα αφήσει πάρα πολύ καιρό, και με έτρωγε μεν, αλλά γενικά από την αρχή πάντα έψαχνα να βρω δικαιολογίες. Δικαιολογία γιατί μπορεί να έγινε αυτό. Σίγουρα έχει περάσει από το μυαλό μου… και πιο μικρή με θυμάμαι να το σκέφτομαι, όταν άρχισα να καταλαβαίνω τι είναι αυτό που μου έχει συμβεί βέβαια…

– Τι ήταν αυτό;

– Εννιά χρονών ήμουνα.

– Πότε άρχισες να καταλαβαίνεις;

– Άρχισα να καταλαβαίνω από τα 12, 13 και μετά.

– Η εικόνα που είχες στα 12, 13 ήταν εικόνα πλήρης και ενήλικη; Ήταν αυτή που θα είχες τώρα, ας πούμε; Ήταν πλήρης η συνειδητοποίηση; Ή ήταν μερική;

– Όχι. Μερική. Αλλά στα 14 είχα την πρώτη μου σεξουαλική επαφή. Που είναι πολύ νωρίς. Και την είχα κιόλας με άνθρωπο που δεν ήμουνα μαζί. Δεν είναι το κλασικό, ένα κοριτσάκι που ένα δύο χρόνια τον αγαπούσε. Ήταν ερωτευμένο, ας πούμε, και αποφασίσανε να το δοκιμάσουνε μαζί. Ήτανε με ένα αγοράκι, τρία χρόνια μεγαλύτερό μου, και αυτό τότε δοκιμαζότανε, δοκίμαζε διάφορα, που δεν είχαμε σχέση. Ήμασταν φίλοι. Το σημαντικό όμως ήταν ότι ήμασταν φίλοι. Και παραμέναμε φίλοι.

– Αυτός ήξερε την ιστορία αυτή;

– Την έμαθε μετά. Αυτός ήταν ο μόνος ερωτικός σύντροφος, αν θέλουμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι, στην ηλικία των 14, που την έμαθε μετά. Ακόμα δεν είχα ανοιχτεί τόσο πολύ. Ήταν τότε που είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ τι είναι αυτό που έχει συμβεί ακριβώς. Τι σημαίνει. Επίσης έχω να σου πω, ότι δεν θυμόμουνα ακριβώς τι έχει γίνει…

– Τώρα έχεις εικόνα του τι συνέβη;

– Τώρα έχω πλήρη εικόνα του τι συνέβη.

– Το αποκατέστησες βήμα, βήμα;

– Ξεκίνησα την ψυχοθεραπέια… Φαντάσου ότι ξεκίνησα την ψυχοθεραπεία στα 30 γι’ αυτό το θέμα… με φόκους σ’ αυτό το θέμα… Και κάπου εκεί, μέσα σ’ αυτή τη δουλειά, αυτή η δουλειά πήρε 4 χρόνια, αλλά κάπου στο ενδιάμεσο – ολοκληρώθηκε δηλαδή στα 4 χρόνια ο κύκλος – ξαφνικά ένα βράδυ μου ήρθε καρέ καρέ. Μέχρι τότε είχα κενό μνήμης. Αυτό που λένε δηλαδή το μπλακ άουτ. Παθαίνεις μπλακ άουτ με το σοκ.

– Ήξερες ότι έχεις βιαστεί αλλά δεν θυμόσουνα τι ακριβώς έχει γίνει;

– Θυμόμουν τρία συγκεκριμένα πράγματα. Θυμόμουνα έναν ήχο από κλειδιά. Θυμόμουνα πίεση στο στήθος, εννοώ στο αναπνευστικό, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα και θυμόμουνα και πόνο χαμηλά στα γεννητικά όργανα, ας το πούμε έτσι. Οπότε λόγω του πόνου ήμουνα σίγουρη ότι έχω βιαστεί. Στα 30 μου τα θυμήθηκα όλα. Τριάντα κάτι. Εκεί, τριάντα κοντά.

– Γιατί τα κλειδιά; Γιατί σου έμεινε η ανάμνηση των κλειδιών;

– Τώρα είναι η στιγμή που λέω όλη την ιστορία.

– Αν θέλεις. Ό,τι θέλεις.

– Όχι. Θέλω, θέλω, θέλω. Γιατί, είναι αυτό που ξεκίνησα να σου λέω πριν, ότι θεωρώ ότι εάν ο γονιός είχε λίγο παραπάνω το νου του, και είναι και ένα μήνυμα που θέλω να περάσουμε και αυτό, ότι έχετε το νου σας στα παιδιά σας. Δηλαδή, πραγματικά. Και στον εαυτό μου το λέω πρώτ’ απ’ όλα. Να έχουμε τον νου μας στα παιδιά μας. Δηλαδή πιο σημαντικό είναι να βλέπουμε αν έχει εναλλαγές στη συμπεριφορά του και να ψάχνουμε το λόγο, παρά αν θα πάει μία μέρα αδιάβαστο στο σχολείο.

Η κοινωνία το ξέρω, είναι πάρα πολύ άγρια. Αυτό το ξέρουμε όλοι νομίζω. Ήμουνα ένα Σαββατοκύριακο στον πατέρα μου και αυτός ήταν φίλος του πατέρα μου, ήταν οικογενειακός φίλος, ένα ζευγάρι που κάνανε παρέα εκείνη την εποχή και έμενε στην διπλανή γωνία και αυτός είχε έναν γιο κοντά στην ηλικία μου, τώρα δεν θυμάμαι αν ήταν λίγο μικρότερος, λίγο μεγαλύτερος από μένα, νομίζω ότι ήταν λίγο μικρότερος, γιατί είναι και πολλά τα χρόνια και η μνήμη είναι πολύ επιλεκτική. Και ζητάγαμε με τον πιτσιρικά σαν παιδάκια να κοιμηθούμε παρέα, γιατί την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε παρέα εκδρομή. Και είπε οκέι, πάμε, υπό τον όρο ότι θα πάμε μαζί να πάρουμε τις πιτζάμες του. Οκέι. Δηλαδή τι πιο αθώο σε μια οικογενειακή κατάσταση; Ε, είχανε φάει, είχανε πιει, ο πατέρας μου σαφέστατα ήταν μεθυσμένος μάλλον, και πήγαμε. Και όταν μπήκαμε μέσα, κλείδωσε την πόρτα και πέταξε τα κλειδιά.

– Το μέσα πού είναι; Στο σπίτι του;

– Το σπίτι του ήτανε παιδικός σταθμός. Ήτανε μέσα σε έναν παιδικό σταθμό. Είχε η γυναίκα του παιδικό σταθμό.

– Ο άνθρωπος αυτός είχε σχέση με τον παιδικό σταθμό; Εργαζόταν στον παιδικό σταθμό;

– Απ’ ό,τι ξέρω ναι. Εντάξει, ήμουν αρκετά μικρή για να ξέρω τέτοιες λεπτομέρειες. Ξέρεις, καμιά φορά δεν ξέρουμε τι δουλειά κάνουνε οι φίλοι των γονιών μας, σ’ αυτή την ηλικία, αλλά απ’ ό,τι θυμάμαι ναι είχε κάποιες σχέσεις.

Εκεί είναι οι τύψεις μου. Εκεί είναι οι τύψεις μου που δεν μίλησα τότε. Ότι μην τυχόν συνέβαινε και τίποτε άλλο εκεί πέρα. Αλλά προσπαθώ να το βάλω στην άκρη, γιατί δεν μπορώ να με κατηγορήσω κιόλας από πάνω. Δηλαδή ήδη πέρασα πολλά και δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να φτάσω στο σημείο που είμαι σήμερα, οπότε όχι, θα το βάλω στην άκρη αυτό το κομμάτι των τύψεων. Ας το έπαιρνε χαμπάρι η γυναίκα του, δηλαδή. Τόσο απλά. Αν όχι το παιδί, τότε η γυναίκα του.

Ναι, που λες, μπήκαμε μέσα, πέταξε τα κλειδιά και μετά με ξάπλωσε σε ένα από αυτά τα τραπεζάκια τα στρογγυλά που έχουν που κάνουν κατασκευές τα παιδάκια. Συγκεκριμένα τα κλειδιά… θυμάμαι χαρακτηριστικά… τώρα που το ’χω θυμηθεί δηλαδή, τα είχε πετάξει… είχαν ένα τζάκι. Είχε ένα τζάκι ο σταθμός. Δεν το χρησιμοποιούσανε, αλλά ήτανε οπτικό περισσότερο, διακοσμητικό, και τα είχε πετάξει εκεί μέσα. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα φτάσω.

Και πήγαμε εκεί, με τσίμπησε, με έβαλε πάνω σε ένα τραπέζι και έγινε ό,τι έγινε. Εντάξει, σε τόσο ανατριχιαστική λεπτομέρεια δεν θέλω να μπω, όχι γιατί δεν νιώθω άνετα να το κάνω, περισσότερο γιατί δεν έχει και νόημα. Είτε ήταν ανατριχιαστικό σαν εικόνα ας πούμε είτε δεν ήτανε, το ίδιο αποτέλεσμα είχε. Εγώ εν τω μεταξύ είμαι ένα παιδί πάρα πολύ ανεπτυγμένο από μικρή, οπότε όταν ξεκίνησα να συνειδητοποιώ τι είναι αυτό που έχει συμβεί, στα 12, 13, μέχρι και στον εαυτό μου είχα επιρρίψει ευθύνες, ότι μήπως ήμουνα εγώ προκλητική. Δηλαδή είναι αστείο. Ναι. Τώρα πια μπορώ να σου πω ότι είναι αστείο. Να πεις ότι ένα παιδί εννιά χρονών είναι προκλητικό. Αλλά είναι σκέψεις που σου περνάνε από το μυαλό.

– Αυτός ήταν στην ηλικία του πατέρα σου;

– Ναι. Άντε να ήταν λίγο μικρότερος. Κάπου εκεί. Κάπου εκεί. Σαν τον πατέρα μου πρέπει να ήτανε. Κάπου εκεί. Το ωραίο είναι ότι την επόμενη μέρα πήγαμε μαζί εκδρομή, έτσι; Ήμουνα στο πίσω μέρος του καθίσματος, εγώ έτρεμα και αυτός με κοιτούσε καλά-καλά από τον καθρέφτη, τύπου δεν πιστεύω να σε έχει ενοχλήσει κάτι. Ξέρεις, με τέτοιο ύφος. Να έχεις μιλήσει κάπου, να έχεις κάνει κάτι. Τέλος πάντων.

– Ένιωθες απειλή;

– Ναι, ένιωθα απειλή. Ήτανε ξεκάθαρη η απειλή. Η απειλή ήταν ξεκάθαρη. Και αυτό το βλέμμα το θυμόμουν από τότε. Τις επόμενες ημέρες. Το θυμόμουνα. Όπως θυμόμουνα και μετά από ένα-δύο χρόνια που είχα πάει Πάσχα, είχαμε πάει να κάνουμε  με τον πατέρα  μου Πάσχα παρέα και επειδή ο πατέρας μου δεν ήταν σε οικογενειακό μουντ, κλείναμε σε κάποια ταβέρνα ξέρω γω με φίλους κτλ και κάναμε Ανάσταση, ας πούμε, και του λέω ποιοι θα ’μαστε και μου ξεφουρνίζει ότι θα ’ναι και η δικιά του οικογένεια. Και είμαι τώρα Πάσχα, μετά από δύο χρόνια, δεν έχω μιλήσει σε κανέναν, δεν ξέρει κανείς τίποτα και είναι απέναντί μου στο τραπέζι αυτός ο άνθρωπος. Και τρώμε μαγειρίτσα παρέα.

– Δεν μίλησες;

– Όχι. Βασικά, η αφορμή που άλλαξε η συμπεριφορά μου και με πήρε χαμπάρι ένας ενήλικας, θα σου πω και ποιος, και μίλησα, ήταν όταν έμαθα, γιατί ο διάολος έχει πολλά ποδάρια, επειδή στην ίδια περιοχή που έμενε τότε ο πατέρας μου έμενε και ο θείος μου, ο αδερφός της μητέρας μου, ο οποίος είχε δύο παιδάκια, το ένα εφτά, το άλλο τεσσάρων, και το τεσσάρων τότε, όταν εγώ ήμουν πλέον δεκατριών χρονών, δεκατεσσάρων, πόσο ήμουνα, πήγε σε αυτόν τον σταθμό. Και με το που ακούω εγώ το όνομα του παιδικού σταθμού, έχει αρχίσει πλέον  και αλλάζει η συμπεριφορά μου, γιατί έχω πάθει… γιατί δεν ξέρω τι γίνεται τώρα εγώ εκεί μέσα; Και πλέον είμαι έφηβη και έχω καταλάβει τι μου έχει συμβεί. Για να μιλήσω σε ενήλικα ήταν αυτή η αφορμή. Ήταν ο σύντροφος της μητέρας μου τότε. Ο οποίος ήταν ο μοναδικός που είδε ότι έχει αλλάξει η συμπεριφορά μου.

– Οπότε τον πήρες και του είπες;

– Όχι. Αυτός με πήρε. Είχε δει ότι είχε αλλάξει η συμπεριφορά μου. Δεν ήξερε για ποιο λόγο. Πέρναγα και δύσκολη εφηβεία γενικά εγώ.

– Είχε αλλάξει όταν συνάντησες τον άλλο σ’ αυτό το πασχαλινό τραπέζι που λες; Πότε άλλαξε η συμπεριφορά σου;

– Η συμπεριφορά μου άλλαξε όταν έμαθα ότι πήγε ο μικρός παιδικό σταθμό εκεί. Αυτό ήτανε: Εννιά χρονών έγινε το σκηνικό, μετά από κάνα δύο χρόνια, δέκα έντεκα, ξέρω γω πόσο ήμουνα, ήταν αυτό το Πάσχα που σου λέω και αυτό που σου περιγράφω τώρα, που με πήρε χαμπάρι ο σύντροφος της μητέρας μου, ήτανε στα δεκατέσσερα. Έχει προηγηθεί και κάτι άλλο βέβαια. Όταν ήμουν στα δεκατρία, ένα χρόνο πριν. Δηλαδή ήταν πολλά μαζεμένα εκείνη την περίοδο για μένα, γι’ αυτό το σκηνικό.

Είχα μία κολλητή, όπου τότε κυκλοφορούσε στην περιοχή ένας δράκος, έτσι τον λέγανε, που μάλλον αυτό ήτανε, δεν το ξέρουμε, δεν το έχουμε μάθει ποτέ. Έχει γίνει ένα τρελό σκηνικό, που κάποιος της είχε ρίξει ένα μπουκέτο την ώρα που έμπαινε στο σπίτι και το επόμενο που θυμάται ήτανε να είναι στο κρεβάτι της. Σώα, αλλά στο κρεβάτι της. Δεν θυμάται κάτι άλλο. Δεν το έχει θυμηθεί, ακόμα και σήμερα.

Και με αφορμή αυτό και επειδή δεν ήτανε καλά, μου βγήκε και μένα και της μίλησα. Στην κολλητή μου. Τώρα δύο κοριτσάκια δεκατριάχρονα, έτσι; Η οποία όμως επειδή πήγαινε στην τότε ψυχολόγο του σχολείου μας, για το δικό της σκηνικό, γιατί αυτή το είπε κατευθείαν στη μητέρα της και η μητέρα της ξεκίνησε αυτή τη δουλίτσα με την ψυχολόγο του σχολείου, πήγε και με «ρουφιάνεψε», με την καλή έννοια, στην ψυχολόγο του σχολείου, και η ψυχολόγος του σχολείου τής έδωσε τον τρόπο για να με κάνει να πάω. Οπότε έκανα το χατίρι της Σ., πήγα στην ψυχολόγο του σχολείου. Η ψυχολόγος του σχολείου με χιλιοπαρακάλεσε να το πω σε έναν ενήλικα. Εγώ ήμουν κάθετη, ότι δεν πρόκειται να μιλήσω στην οικογένειά μου. Γιατί; Γιατί το άγχος μου ήταν μη γίνει ο πατέρας μου δολοφόνος και τον δω στην φυλακή, άκου τώρα… Αυτή ήταν η αγωνία μου. Ήμουνα κάθετη. Και μετά από λίγο καιρό, κάποιους μήνες, μαθαίνω ότι ο πιτσιρικάς έχει πάει στον παιδικό σταθμό αυτόν. Οπότε είναι ξέρεις, μπουπ, μπουπ, μπουπ, πολλά.

Και προφανώς άλλαξε η συμπεριφορά μου. Και με πιάνει ο σύντροφος της μαμάς μου μια μέρα, είχε μια κόρη που ήτανε ένα χρόνο μεγαλύτερή μου και είχε φίλους εκεί, και μου λέει: να σου πω, θα πάμε, μου λέει, εκδρομή. Θα έρθεις; Θα ’ρθεις να μου κάνεις και μένα παρέα; Άντε, του λέω εγώ, πάμε. Και πάμε και καθόμαστε, φεύγει η άλλη με τους φίλους της και έχουμε κάτσει στο τραπέζι και μου βγάζει τσιγάρα. Μου λέει έλα, το ξέρω ότι καπνίζεις. Του λέω τι τσιγάρα είναι αυτά… ξέρω ’γω…ξέρεις χαβαλέ κτλ, βγάζω τα δικά μου τα τσιγάρα, κάθομαι, καπνίζουμε, μου λέει «λέγε μου τι συμβαίνει τώρα». Του λέω «Τι εννοείς;» Μου λέει «Λέγε τι συμβαίνει, σε ξέρω και από την καλή και από την ανάποδη. Τι συμβαίνει; Τι έχεις; Κάτι σου συμβαίνει. Δεν είσαι εσύ». Και κάνω ένα μπραφ και του το ξεφουρνίζω. Ο οποίος είχε μία εξαιρετική αντίδραση. Εξαιρετική. Δηλαδή, δεν έχω λόγια.

– Πώς είναι η εξαιρετική αντίδραση;

– Ήταν πάρα πολύ ψύχραιμος. Ότι, οκέι, πάμε να δούμε τι κάνουμε από εδώ και πέρα. Δηλαδή κανένας πανικός, καμία υστερία, κανένα «Παιδί μου, τι έπαθες»; Τίποτα. Ψυχραιμότατος, παραγγείλαμε να πιούμε κιόλας. Δηλαδή ξέρεις, ότι… ωραία… πάμε. Έπαιρνε τις ανάσες του. Φοβερή, σου λέω, αντίδραση. Φοβερή. Και μου λέει ότι, θέλω να μου κάνεις μία χάρη. Θεωρώ ότι πρέπει να μιλήσουμε στη μητέρα σου. Εάν νιώθεις ότι δεν μπορείς να το κάνεις για τον οποιονδήποτε λόγο, μπορούμε να το κάνουμε μαζί. Άμα με εμπιστεύεσαι και άμα νιώθεις ότι θέλεις να το κάνω εγώ. Να κάτσουμε μαζί οι τρεις μας, να είσαι και εσύ όμως παρούσα και να της μιλήσω εγώ. Και του λέω αυτό θα κάνουμε. Γιατί, του λέω, πρέπει το παιδί να βγει από το σταθμό. Δεν μπορεί το παιδί να πηγαίνει σ’ αυτό το σταθμό. Δεν ξέρουμε τι συμβαίνει εκεί. Αλλά, του λέω, ο πατέρας μου δεν θέλω να το μάθει ποτέ. Ήμουνα κάθετη. Το σεβάστηκε. Και όντως, μετά από μια-δυο μέρες κάτσαμε στο μπαλκόνι με τη μητέρα μου.

Θέλει να σου μιλήσει, να σου πει κάτι κτλ, αλλά είναι πολύ δύσκολο, είναι πολύ δύσκολη η θέση της, έχει συμβεί αυτό και αυτό. Εντάξει. Η μητέρα μου είχε την χειρότερη αντίδραση, από την άλλη.

– Πώς είναι η χειρότερη αντίδραση;

– Σε ένα παιδί στην εφηβεία πάντα μιλάμε, έτσι; Γιατί αλλιώς θα αντιμετώπιζα και εγώ τώρα στα σαράντα μου μία κακή αντίδραση και αλλιώς τότε. Σηκώνεται όρθια, αρχίζει να τσιρίζει, να ουρλιάζει, «γαμώ την πουτάνα μου, γαμώ το κέρατο του πατέρα σου». Άρχιζε να κατηγορεί τον πατέρα μου. «Και ποιος είναι αυτός ο πούστης και θα τον κλείσουμε φυλακή και θα κάνουμε και…», αλλά τώρα υστερία, έτσι; Κανένα φόκους στο να έρθει να σε πάρει μια αγκαλιά, «παιδί μου, τι σου συνέβη» ή «παιδί μου, μίλησέ μου γι’ αυτό». Έμεινε σ’ αυτό που της είπε ο σύντροφός της και έπαθε υστερία. Και εγώ έπαθα κόκο μπλόκο εκεί πέρα.

Δηλαδή ήμουνα σε φάση… κοιτούσα τον φίλο της, τύπου, «Κατάλαβες γιατί δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν»; Είχα αυτή την αντίδραση. Δηλαδή ότι, καταλαβαίνεις τώρα; Και τη συνέφερε εκείνος, ότι, να σου πω, κάτσε κάτω. Τι είναι αυτά; Εδώ το παιδί τόσα χρόνια δεν είχε καταφέρει να σας μιλήσει γι’ αυτούς τους λόγους. Και εσύ έχεις αυτή την αντίδραση; Και την έβαλε λίγο…Και της λέει ότι πάμε λίγο να δούμε τι κάνουμε από εδώ και πέρα. Γιατί προτεραιότητα έχει να βγει το παιδί από τον παιδικό σταθμό. Αυτό έχει προτεραιότητα αυτή τη στιγμή.

Όλα τα άλλα θα τα δουλέψουμε μετά. Τέλος πάντων, την έκανα χρυσή τη μάνα μου. Τώρα δεν ξέρω αν η μάνα μου σεβάστηκε την επιθυμία μου να μην πει σε κανέναν τον λόγο. Δεν το ξέρω αυτό. Δεν το έχω μάθει ποτέ, δεν την έχω ρωτήσει και ποτέ. Εμένα με ενδιαφέρει ότι το παιδί βγήκε όντως από αυτόν τον παιδικό σταθμό. Αλλάξαμε σταθμό, οπότε ησύχασα. Ησύχασα σ’ αυτό το κομμάτι. Μετά, τίποτα. Είχα μείνει εκεί. Ή νόμιζα ότι είχα μείνει εκεί.

– Τι θα πει αυτό; Τι εννοείς; Τη ζωή σου;

– Τη ζωή μου. Το μετά. Ναι. Το μετά.

– Αυτό αφορούσε τις σχέσεις σου, την ερωτική σου ζωή, ας πούμε, ειδικά ή αφορούσε όλες τις πτυχές της ζωής σου;

– Νομίζω, Κωνσταντίνε, πως είχε επηρεάσει τα πάντα. Αλήθεια σου λέω. Τα πάντα. Τα πάντα, τα πάντα. Από τις επιλογές μου σε συντρόφους, τις επιλογές μου σε φίλους. Τη δοτικότητά μου ή μη. Την ανεκτικότητα στην κακοποίηση οποιασδήποτε μορφής.

– Είχες μεγαλύτερη ή μικρότερη ανεκτικότητα;

– Μεγαλύτερη. Γιατί το είχα καταπιεί τόσο πολύ, το είχα εκλογικεύσει να πούμε; Δεν ξέρω τι το ’χα κάνει. Αυτό δεν το έχω απαντήσει ακόμα στον εαυτό μου. Πώς το είχα κάνει αυτό; Πώς το είχα κρατήσει όλο…αλλά ήταν ένα βάρος που πάντα το είχα, χωρίς όμως να το κάνω κάτι. Το οποίο με βάραινε, με βάραινε, με βάραινε και το ένα έφερνε το άλλο, το ένα έφερνε το άλλο,  εκπαίδευσα κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό μου να συγχωρώ. Κάποια στιγμή είπα ότι τον έχω συγχωρέσει. Αν με ρωτάς σήμερα, όχι δεν τον έχω συγχωρέσει αυτόν τον άνθρωπο, ούτε θα τον συγχωρέσω ποτέ.

– Σε ενδιαφέρει;

– Κοίτα να δεις, δεν με ενδιαφέρει αυτός. Με ενδιαφέρουν οι υπόλοιποι του περίγυρού του.

– Πώς το σκέφτεσαι τώρα;

– Τι εννοείς;

– Η απόφαση να μιλήσεις έχει να κάνει με αυτόν; Έχει να κάνει με σένα; Έχει να κάνει με άλλες γυναίκες;

– Έχει να κάνει με μένα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Είναι ένας τρόπος, μάλλον θα σου πω μετά από αυτό που κάνουμε, για να κλείσω τον κύκλο. Το πιο σημαντικό όμως για μένα είναι, ένας, ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος να ακούσει το τι έχει συμβεί, να διαβάσει ή ο,τιδήποτε, το τι έχει συμβεί στη δική μου τη ζωή και μέσα μου από παιδάκι μέχρι σήμερα, κουβαλώντας αυτό το φορτίο, επειδή δεν είχα μιλήσει τότε σε κάποιον ενήλικα, ώστε να το πιάσουμε, να το δουλέψουμε, να το…το ο,τιδήποτε, από το να το καταγγείλουμε, μέχρι το να δουλέψω το μέσα, το ψυχολογικό του παιδιού. ένας άνθρωπος, ένας, να το διαβάσει λοιπόν αυτό και να πει ότι «όχι ρε φίλε δεν θα το κάνω εγώ αυτό στον εαυτό μου. Πρέπει κάτι να κάνω».

– Το «δεν θα το κάνω», αφορά το να μην μιλήσει αφού έχει συμβεί; Σε αυτό αναφέρεσαι;

– Ναι. Ένα είναι αυτό. Το άλλο είναι, ένας γονιός που πιθανόν να διαβάσει κάτι τέτοιο, αυτό που σου είπα και στην αρχή, να έχει όσο το δυνατόν γίνεται περισσότερο τον νου του, γιατί υπάρχει πολλή ανωμαλία εκεί έξω. Πάρα πολλή. Δεν έχει να κάνει αν έχεις αγόρι, αν έχεις κορίτσι, αν είναι 5, αν είναι 15… υπάρχει πολλή ανωμαλία εκεί έξω. Πολλή ανωμαλία. Δεν πρέπει να βάλουμε τα παιδιά μας σε ένα χρυσό κλουβί, σε καμία περίπτωση. Δεν είναι υγιές για τα ίδια, ούτε και για μας, αλλά πρέπει να παρακολουθούμε οποιαδήποτε, οποιαδήποτε αλλαγή συμπεριφοράς. Οποιαδήποτε. Οτιδήποτε είναι αυτό.

-Πώς επηρεάζει τη σχέση σου με το παιδί σου;

– Η σχέση μου με το παιδί μου…

– Δηλαδή ένα κομμάτι είναι αυτό που λες. Μια εγρήγορση ας πούμε. Το να έχεις τις κεραίες τεντωμένες προκειμένου να μπορείς να εντοπίσεις ένα σημάδι που μπορεί να σημαίνει κάτι. Υπάρχει κάτι άλλο εκτός από αυτό; Πώς παρεμβαίνει αυτό στην επικοινωνία σου με το παιδί σου;

– Κοίταξε να δεις. Εγώ προσωπικά, έχοντας το βίωμα και επειδή είμαι πολύ αυτής της άποψης, ότι η ειλικρίνεια γενικά είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να έχουμε σε οποιαδήποτε μορφή σχέσης, εμένα το παιδί μου γνωρίζει τι έχει συμβεί με τα λόγια που μπορεί να το ξέρει ένα παιδί εξάχρονο.

Ναι, είμαι από αυτές τις τρελές που από τα δύο χρόνια του παιδιού μου, που ακόμα δεν καταλάβαινε λέξεις καλά καλά, του διαβάζω βιβλία παιδικά από συγκεκριμένες σειρές που εστιάζουν στο ότι το σώμα μου είναι δικό μου, στο «μαθαίνω να λέω όχι». Υπάρχουν πάρα πολλές τέτοιες σειρές, τις οποίες άλλοι γονείς τις ξεκινάνε αφού έχουν ακούσει ότι κάτι έχει γίνει στο σχολείο ή κάτι τους έχει πει το παιδί, ότι ο τάδε μου είπε ότι έχω στήθος ας πούμε, ξέρω ’γω ή ότιδήποτε. Εγώ το έχω ξεκινήσει αυτό από πάρα πολύ μικρό.

Γιατί θέλω να του είναι στο πίσω μέρος του κεφαλιού του συνέχεια. Παρόλο που είναι αγόρι. Γιατί ξέρεις, σου λένε σιγά μωρέ, αγόρι έχεις, πώς κάνεις έτσι; Τι; Αλήθεια τώρα; Καταρχήν, γιατί πρέπει ο ίδιος να μάθει να σέβεται είτε τις γυναίκες είτε τους άντρες, γιατί δεν ξέρω πού θα καταλήξει ο γιος μου, μικρός είναι ακόμα, αλλά ο ίδιος πρέπει να το μάθει. Για τους άλλους. Προς τους άλλους.

– Πώς αντέδρασε;

– Εντάξει, ο τρόπος που του το είπα ήτανε αρκετά παιδικός. Για μένα. Έτσι; Γιατί κάποιος άλλος άμα ακούσει τα λόγια που είπα στο παιδί μου, μπορεί να πει τι είναι αυτά που λες στο εξάχρονο, ας πούμε. Εγώ το είχα πει επειδή ήθελα να τον κάνω να μιλήσει. Ο τρόπος να κάνεις να μιλήσει κάποιος, είναι να ακούσεις, να του μιλήσεις πρώτος εσύ. Μου είχε πει κάποια στιγμή το καλοκαίρι ότι είχε συμβεί κάτι το οποίο δεν πρόκειται να το πω ποτέ στη ζωή μου ούτε σε εσένα ούτε στον μπαμπά, και εγώ είχα πάθει σοκ, γιατί κατευθείαν πήγε στο μυαλό μου, φυσικά, λόγω του δικού μου βιώματος, σε κάτι πολύ άσχημο, και μου το ’λεγε αυτό δυο μέρες.

Και του είχα πει ότι αγάπη μου, μια μέρα που ήταν και ο πατέρας του μαζί, γιατί ο πατέρας του παρόλο που είμαι χωρισμένη είναι ένας φανταστικός μπαμπάς γενικά σε όλα του και ήξερα ότι μπορεί λίγο να συμμετέχει σε αυτή τη συζήτηση, μου είχε συμβεί, του λέω και μένα κάτι, όταν ήμουνα μικρή, κοντά στην ηλικία σου, λίγο μεγαλύτερη, που δεν μίλησα ποτέ σε κανέναν ενήλικα και μου τραυμάτισε όλη μου τη ζωή. Οπότε του λέω θα σε συμβουλεύσω με όλη την αγάπη που έχω για σένα να μην το κάνεις εσύ αυτό. Και μου γύρισε και μου είπε το παιδί, γιατί είναι και ένα πάρα πολύ έξυπνο παιδάκι, μαμά, για να με βοηθήσεις να σου πω, πρέπει πρώτα να μου πεις εσύ. Μου το ’πε στεγνά το παιδί.

Και με κοιτάζει ο πατέρας του, μου γουρλώνει τα μάτια ο πατέρας του, γιατί ξέρει ότι γενικά στα λόγια είμαι λίγο ωμή, γουρλώνει τα μάτια του τύπου «πρόσεχε τι θα πεις στο παιδί», ας πούμε, και του λέω… χρησιμοποίησα λέξεις, γιατί είναι καλό και για εμάς να διαβάζουμε από πολύ μικρά στα παιδιά που έχουνε μέσα τα βιβλία όλα αυτά που του διαβάζω από μικρός, και του λέω άκου να δεις, αγάπη μου, όταν ήμουν εννιά χρονών, ένας άντρας κακοποίησε το κορμί μου, το σώμα μου, χωρίς τη δική μου θέληση. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω, όχι γιατί δεν θέλω, αλλά επειδή είσαι σε μια ηλικία που δεν θα μπορέσεις να το καταλάβεις αυτή τη στιγμή τι σημαίνει αυτό, σου υπόσχομαι ότι όταν είσαι στην ηλικία που θα μπορείς να το καταλάβεις, από μόνη μου θα έρθω να σου εξηγήσω ακριβώς τι ήταν αυτό που δεν σου έχω πει. Σε καλύπτει αυτό; Ήρθε, με πήρε μια αγκαλιά, μου έδωσε ένα φιλί και μου λέει σ’ ευχαριστώ πολύ, μαμά, που το μοιράστηκες μαζί μου και κατευθείαν ξέρασε αυτό που είχε να μου πει, που ήταν αστείο βέβαια. Αστείο… Όχι για τη δική του ηλικία, αλλά σε σχέση με όλα αυτά που φανταζόμουνα εγώ. Ένα παιδάκι είχε πάει και του είχε ρίξει μια σφαλιάρα. Αυτό.

Όχι. Δεν είναι… Για τον ίδιο, δεν είναι ασήμαντο. Ήτανε σοκ. Αλλά γι’ αυτά που εμένα είχανε περάσει από το δικό μου το μυαλό ήτανε ότι ουφ οκέι, εντάξει, το έχουμε. Και πάμε μετά να αλλάξουμε τη μορφή, να μπούμε στη διαδικασία να συζητήσουμε για τη σφαλιάρα ας πούμε. Αυτό. Ναι.

– Είπες ότι αυτό το σκέφτεσαι σε σχέση με άλλες κοπέλες ή γυναίκες πιο μεγάλες που μπορεί να έχουνε ζήσει κάτι τέτοιο. Αν καταλαβαίνω καλά, αυτό το αντιλαμβάνεσαι ως μια παρότρυνση να μιλήσουν; Σωστά το καταλαβαίνω;

– Είτε είναι πέντε, είτε είναι δέκα, είτε είναι δεκαπέντε, είτε είναι εικοσιπέντε, σε οποιαδήποτε ηλικία, γιατί δεν ξέρεις πότε θα σου λάχει κάτι τέτοιο. Γιατί απ’ ό,τι έχω καταλάβει τελικά είναι πολύ λίγες οι γυναίκες που δεν τους έχει λάχει κάτι κοντινό έστω, απλά από κάποιο σημείο και μετά ίσως να έχεις τη δυναμική να το αντιμετωπίσεις, έτσι; Εννοώ να το αντιμετωπίσεις, να το αποφύγεις. Να τον στείλεις στο διάολο τον άλλον με τον οποιονδήποτε τρόπο. Μέχρι κάποια ηλικία δεν την έχεις αυτή τη δυνατότητα, γιατί δεν ξέρεις από πού σου ’ρθε. Ναι, ναι. Να μιλήσουνε. Και επειδή είναι και πολύ πρόσφατο, προχθεσινό, δεν με ενδιαφέρει να μιλήσουνε στην αστυνομία. Με ενδιαφέρει να πάνε να μιλήσουνε όπου αυτές νιώθουνε ότι θα βοηθηθούνε.

– Λες τώρα για την υπόθεση για την γυναικοκτονία στους Αγίους Αναργύρους. Και θέλω να σε ρωτήσω. Η επικαιρότητα, οι ειδήσεις οι σχετικές πώς γράφουν στο δικό σου μυαλό πάνω σε μια τέτοια ανάμνηση;

– Ας ξεκινήσουμε… πόσο; Τρία, τέσσερα χρόνια πριν; Με την υπόθεση του Λιγνάδη. Αυτό το έζησα πάρα πολύ δύσκολα. Το βίωσα πάρα πολύ δύσκολα. Ήτανε και περίοδος καραντίνας τότε, παρόλο που εγώ δεν ένιωσα έντονη καραντίνα γιατί δούλευα κανονικότατα. Εκεί ζορίστηκα πάρα πολύ.

– Να σε ρωτήσω γιατί ζορίστηκες ειδικά με αυτό;

– Γιατί ήτανε πάρα πολύ κοντά σε αυτό που έχω ζήσει. Πάρα πολύ κοντά. Ήτανε νέα παιδιά, δεν κοιτάμε φύλο, δεν υπάρχουν φύλα σ’ αυτά. Νέα παιδιά, αβοήθητα, γιατί το αβοήθητος δεν είναι μόνο το δεν έχω λεφτά, είναι και το δεν έχω πού να στραφώ.  Και εγώ ας πούμε τότε, και να ήθελα να στραφώ, δεν είχα πού να στραφώ. Γιατί, όπως σου είπα, η μαμά μου δούλευε σαν τρελή, ο πατέρας μου ήτανε απών κατά κάποιο τρόπο, οπότε δεν είχα πού να στραφώ.

– Υπάρχει κάτι που νιώθεις ότι θα το χειριζόσουνα διαφορετικά τώρα; Κοιτάζοντας αναδρομικά στο πώς περάσανε τα χρόνια αυτά;

– Κοίταξε να δεις. Εάν είχα το μυαλό του τώρα τότε, που δεν θα μπορούσα να έχω το ίδιο μυαλό στα εννιά, με αυτό που έχω τώρα, την επόμενη μέρα θα είχε γίνει της πουτάνας. Θα τον είχα καταγγείλει, θα τον είχα βάλει φυλακή. Δεν υπήρχε περίπτωση. Μπορεί και τον επόμενο χρόνο. Από κάποιο σημείο και μετά, στα δεκατέσσερα πλέον που αποφάσισα να μιλήσω, που άρχισα να το λέω σε κάποιον… δηλαδή κάποια στιγμή ας πούμε η μητέρα μου μπήκε στη διαδικασία και μου λέει να τον καταγγείλουμε. Της λέω, μαμά, πέντε χρόνια, ποια αποδεικτικά στοιχεία; Εγώ έχω κάνει σεξ ας πούμε. Δεν είναι ότι είμαι ένα παιδί… στα δεκατέσσερα έκανα σεξ. Δεν… Πώς να το αποδείξεις;

– Ούτε ασχοληθήκατε ποτέ να…

– Εγώ όχι. Φαντάζομαι ότι αν είχε ασχοληθεί η μητέρα μου, θα μου το είχε πει. Εγώ όχι. Όχι, όχι. Ήτανε… ξέρεις τι; Ήμουνα… σου λέω… ακόμα και στα τριάντα μου που πήγα πρώτη φορά στην ψυχίατρο αυτή για να το δουλέψω έντονα, σωστά μάλλον, που με έψησε ο πρώην άντρας μου να το κάνω αυτό, γιατί με έβλεπε ότι με τριβέλιζε ακόμα, το πρώτο πράγμα που της είπα με το που μπήκα μέσα, αφού της είπα τι έχει συμβεί, και μου έκανε τη λογική ερώτηση, μου λέει «Μίλησες ποτέ»; Της λέω «όχι, και δεν πρόκειται». Και μου λέει γιατί είσαι τόσο κάθετη; Της λέω «Γιατί δεν θέλω να δω τον πατέρα μου στη φυλακή». Γιατί ο πατέρας μου δεν έχει κανέναν άλλον σ’ αυτό τον κόσμο και το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να πάει να τον σκοτώσει. Δεν θα σκεφτεί τίποτε άλλο. Ακόμα και τότε. Μετά από τόσα χρόνια.

– Το τότε είναι όταν ήσουνα τριάντα.

– Τριάντα χρονών. Ναι. Ενήλικη πλέον. Εκατό τοις εκατό ενήλικη, πλέον.

– Εγώ νομίζω ότι δεν έχω κάτι άλλο να σε ρωτήσω. Αυτά είχα στο μυαλό μου, που ήθελα  να συζητήσουμε. Αν υπάρχει κάτι που εσύ θα ήθελες να συμπληρώσεις, που δεν το έχεις πει και σου φαίνεται σημαντικό.

– Ναι. Δώσε μου λίγο χρόνο να πάω το μυαλό μου γιατί είναι… ξέρεις. Κάθε φορά που κάνω μία τέτοια συζήτηση, ναι μεν μπορεί να την κάνω πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι την έκανα πιο παλιά, αλλά πάντα, πάντα, πάντα μετά φεύγοντας σκέφτομαι άλλα τόσα. Είναι… σε μπλοκάρει λίγο. Μπλοκάρεις. Και νομίζω ότι πάντα θα μπλοκάρω. Ρε παιδί μου… μια τέτοια συμπεριφορά εμένα λειτούργησε πάνω μου… έγινα πιο… αντί να με αγριέψει, να πας εσύ να με αγγίξεις και να είμαι ας πούμε… μου έφερε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Ακριβώς το αντίθετο. Έψαχνα ας πούμε πιο πιτσιρίκα… ήτανε λες και έχω μειώσει εντελώς το κομμάτι ότι εγώ δεν αξίζω τίποτα. Το μόνο πράγμα που αξίζει πάνω μου είναι το κορμί μου, λες και είναι κανένα θεϊκό κορμί ας πούμε και κυνηγούσα να πάρω την επιβεβαίωση μέσα από το σεξ. Δεν ξέρω αν… είναι πολύπλοκο όπως το λέω;

– Όχι. Όχι.

– Το καταλαβαίνεις. Είχα εργαλειοποιήσει εγώ η ίδια τον εαυτό μου.

– Αυτό νιώθεις ότι ήτανε ο τρόπος σου για να το διαχειριστείς; Ότι ήταν με κάποιο τρόπο αυτό που είχες…

– Μάλλον τελικά. Σίγουρα δεν σεβόμουν τον εαυτό μου.

– Αυτό γινόταν με έναν τρόπο που τον ένιωθες η ίδια απέναντι σε σένα ότι σε μείωνε; Ότι σε προσέβαλε ας πούμε; Δηλαδή προφανώς ήταν κάτι περισσότερο από το να κάνεις σεξ.

– Τότε όχι οπωσδήποτε. Μετά όμως. Μετά ας πούμε, όταν είχα ξέρω ’γω μια σχέση που… καταρχήν να σου πω ότι προτιμούσα πάντα να μην έχω σχέση συναισθηματική. Να είμαι φίλη με τον άλλο, να νιώθω την οικειότητα, να κάνουμε σεξ, αλλά να μην… Λες και δεν το άξιζα να έχω την απόλυτη προσοχή από αυτόν.

– Οπότε ήταν περαστικές συναντήσεις.

– Μπορεί να ήταν…να κρατάγανε και χρόνια. Ξέρεις αυτό που λένε, που καμιά φορά ονομάζουμε καβάντζα ή sex buddy. Μπορεί να κρατούσε και χρόνια. Αλλά… και να πίναμε και τις μπίρες μας και να μου ’λεγε και τα δικά του τα γκομενικά και να του ’λεγα και τα δικά μου τα γκομενικά, αλλά να κάναμε και σεξ. Μου ήταν πιο άνετη μια τέτοια σχέση. Δυσκολευόμουνα πολύ περισσότερο στις φυσιολογικές σχέσεις. Όπως επίσης τώρα που πλέον έχω καθαρίσει μέσα μου, γιατί νιώθω ότι είμαι καθαρή πλέον μέσα μου, είναι πολύ αξιοπερίεργο ότι όποιος σύντροφος μου έχει προσφέρει παραπάνω ασφάλεια, τρυφερότητα και φροντίδα, τον έχω διώξει.

– Πώς το εξηγείς αυτό;

– Θεωρούσα ότι δεν είχα μάθει να με φροντίζουνε; Μου ήτανε ξένο; Το back thought που δεν το συνειδητοποιούσα, το υποσυνείδητο έλεγε ότι δεν το αξίζεις. Έπρεπε να πληγώσω γιατί έχω πληγωθεί; Δεν ξέρω να σ’το απαντήσω. Ξέρω ότι συνέβαινε. Και είμαι σίγουρη ότι έχει να κάνει με όλο αυτό που συζητάμε τόση ώρα. Είμαι σίγουρη. Δηλαδή είναι ότι δεν σεβάστηκα τότε, δεν φρόντισα μάλλον – να το πούμε πιο σωστά – τον εαυτό μου και μου έγινε βίωμα. Και δεν το έκανα και στην πορεία.

– Αυτό πρακτικά σημαίνει ροπή προς σχέσεις που ήταν κακοποιητικές κατ’ ουσίαν ή ήταν απλώς ξερές συναισθηματικά, ας πούμε;

-Από τον εργοδότη που θα επιλέξεις, από τον σύντροφο που θα επιλέξεις, από το πώς θα διαχειριστείς εσύ το παιδί σου, από το πόσο θα σε διαχειριστεί το παιδί σου. Γιατί μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά, με την καλή έννοια, είναι χειριστικά. Είναι στη φύση τους. Όλα παίζουνε ρόλο. Όλα επηρεάζονται. Αυτό. Ας μην το κάνει κανένας άλλος στον εαυτό του. Πραγματικά. Εμένα αυτό με νοιάζει. Με νοιάζει να μην το κάνει κανένας άλλος. Εγώ το ’κανα, το ’φαγα, το δούλεψα, άργησα, πάρα πολύ, πάρα πολύ, αλλά τώρα είμαι εδώ, εντάξει, οκέι, δεν έχω γεράσει εντελώς ακόμα, έχω λίγο ζωή ακόμη μπροστά μου για να πω ότι από εδώ και πέρα την ευχαριστιέμαι. Είναι τραγικό το να έχω σεξουαλικές σχέσεις από τα δεκατρία μου, από τα δεκατέσσερα, συγνώμη, και να ένιωσα πρώτη φορά καλά στο σεξ στα σαράντα μου.

Είναι τραγικό. Είναι κρίμα. Γιατί και το σεξ είναι κάτι το οποίο είναι μες στη ζωή μας και είναι κάτι που μας προσφέρει χαρά. Πρέπει να το χαιρόμαστε. Το κάνουμε γιατί το γουστάρουμε. Όχι εργαλειοποίηση του σώματός μας ή του εαυτού μας ή της προσωπικότητάς μας, όχι τέτοια πράγματα. Φτάνει.

– Ηταν σαν να μην απολαμβάνεις; Ή ήταν αναζωπύρωση ενός τραύματος, κάτι χειρότερο από το να μην απολαμβάνεις;

– Όχι, όχι, όχι. Εντάξει. Κάποιες φορές, απλά, επειδή κάποιες φορές ήτανε ενήμερος πάντα ο σύντροφος, αυτό που σου είπα και στην αρχή, ότι πάντα ενημέρωνα, ακόμα και σε one night stand. Πιτσιρίκα ήμουνα, πριν ξαπλώσουμε στο κρεββάτι, έλεγα «να σου πω, έχε στο νου σου ότι έχω κακοποιηθεί, οπότε λίγο μαλακές κινήσεις, γενικότερα».

Το ’χα έγνοια ρε παιδί μου, πάντα το είχα έγνοια. Πώς να σ’το πω. Αλλά βέβαια το ’χα έγνοια για να προστατέψω τον άλλον.  Όχι για να προστατέψω τον εαυτό μου. Δεν είναι τρομερό αυτό; Ότι, μην τρομάξεις, αν σε σπρώξω ας πούμε… Μην νομίζεις ότι έκανες εσύ κάτι λάθος. Δε φταις εσύ. Εγώ φταίω. Και αυτό συνέχισε και μπήκε και σε άλλα… σε όλα γενικά, σε όλους τους τομείς.

Εγώ όταν ήμουν εικοσιτριών, εικοσιτεσσάρων χρονών. Κλασσική περίπτωση, μέσα σε δουλειά, που με τσίμπησε σε μία γωνία ένας προϊστάμενος. Κλασική περίπτωση. Αυτό είναι η καθημερινότητα. Δεν είναι κάτι. Κλασική περίπτωση. Και σαν το χέλι, φσσσσιτ την έκανα. Οκέι. Το ξεπεράσαμε. Αλλά μπορούσα να το κάνω. Όταν είσαι παιδάκι δεν μπορείς να το κάνεις. Και μακάρι να φτάσουμε τα παιδιά μας στο σημείο, γιατί αυτό είναι το σημαντικό, δηλαδή μακάρι να με είχαν εκπαιδεύσει και μένα οι γονείς μου, ώστε εννιά χρονών ο άλλος πήγε να μ’ αγγίξει, να μπορώ να το αντιμετωπίσω. Σίγουρα, εάν ο άλλος το κάνει βίαια, δηλαδή ασκήσει δύναμη κ.τ.λ. δε μπορείς εύκολα, αλλά μετά θα βγεις τσιρίζοντας και θα το φωνάζεις παντού. Γιατί τώρα ξέρεις τι συμβαίνει. Γιατί, ξέρεις, καμιά φορά φοβόμαστε να μιλήσουμε στα παιδιά μας, μην τα τρομάξουμε. Τα παιδιά μας δεν τρομάζουνε. Γιατί δεν τρομάζουνε; Γιατί δεν έχουνε την πονηριά. Δεν έχουνε πονηριά. Τα μυαλουδάκια τους είναι αθώα. Οπότε απλά τι τους λες; Ότι, αν κάποιος σε πιάσει, δεν θα κάτσεις σαν το χαζό… Και με ρωτάει: Γιατί, μαμά, είμαι χαζό άμα κάτσω; Γιατί; Εκεί είναι που πρέπει να μπούνε τα βιβλία. Υπάρχουν πάρα πολλά βιβλία. Δεν μπορεί όμως το πεντάχρονο, το τετράχρονο, το εξάχρονο ή το δεκάχρονο ακόμα, που είναι στο τικ τοκ όλη μέρα, δεν είναι βρώμικο ακόμα το μυαλό του, να καταλάβει γιατί τον μάγκωσε. Θα νομίζει ότι πάει να τον δείρει, γιατί έχει έναν μπαμπά, ο οποίος του βάζει τις φωνές και του πιέζει το χέρι. Δεν μπορεί όμως να συνειδητοποιήσει τι είναι αυτό που συμβαίνει. Να μιλάμε… Να μιλάμε στα παιδιά μας. Να μιλάμε. Δεν είναι κακό. Είναι κάτι που υπάρχει εκεί έξω.

Και εννοείται ότι πρέπει να έχουμε το νου μας δυστυχώς, ακόμα και στους πιο έμπιστους ανθρώπους μας. Σου λέω τώρα, ο πατέρας μου, ας πούμε. Θα τον πω κακομοίρη σ’ αυτή την περίπτωση. Είχε βρει την πιο safe φάση, για να περνάει η ώρα και το παιδί του κι αυτός.

Ήτανε χωρισμένος, και είχε βρει ένα ζευγάρι να κάνουνε παρέα, αντρόγυνο, ένα παιδάκι κοντά στην ηλικία της κόρης του. Τι πιο νορμάλ. Κι εσύ έχεις παιδιά κι εγώ έχω παιδί. Δεν είναι πολύ νορμάλ; Πολύ φυσιολογικό. Όταν είσαι και κάθε μέρα μαζί με τον άλλον, μία στο σπίτι του ενός, μία στο σπίτι του αλλουνού, έχεις πλέον πιο πολλή εμπιστοσύνη και οικειότητα. Από κει το βρήκε όμως.

– Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για την κουβέντα. Φαντάζομαι δεν είναι απλό πράγμα.

– Ναι, δεν είναι. Εντάξει είμαι εγώ. Να το λέμε στα παιδιά μας. Εγώ αυτό έχω να πω.

Αν χρειάζεσαι βοήθεια, μπορείς να απευθυνθείς εδώ:

https://womensos.gr/15900-24ori-tilefoniki-grammi/

ή να καλέσεις το 15900

Κήπος με μικρόβια

Ξέρεις, χαμογελάει η ψυχή μου όταν ακούω τα θαμμένα παράπονα. Είναι για μένα ένα ευχάριστο παιχνίδι να τα ξεχωρίζω ανάμεσα στις χιλιοεξωτερικευμένες λέξεις, πίσω από τις τυπικότητες και τις συμβάσεις με τον κοινωνικό θεό. Όταν τις ακούω, σαν να χορταίνω την μυστική αποθήκη μου, την αραχνιασμένη. Γιατί, βλέπεις, ποιος ο λόγος να την καθαρίσω αν δεν καλώ ποτέ κανέναν εκεί; Οι λέξεις της αλήθειας, όμως, είναι συντροφιά στα ενδότερα μικρόβια μου, αυτά που κολυμπάνε στον βρώμικα αέρα της μητρόπολης, εκεί, σε κάθε μου βήμα, στα ναρκωμένα πεζοδρόμια, στους σκονισμένους οικοδεσπότες των βιβλίων, στα πράσινα και γκρίζα υψόμετρα των αθέατων θεατών, στις μουσικές τρύπες της κατανάλωσης και τις γυάλινες καταπιόλες του χρόνου και της ξεγνοιασιάς. 

Δε ξέρω τι με σώζει; Ίσως η τριβή των δικών μου μικροβίων με των ξένων, που καταλήγει σε έναν ζεστό πυρετό, πολύ θερμότερο από την τριβή μουγγών σωμάτων. Αλλά γιατί είναι τόσο αόρατα ηδονιστικό; Μου τα χύνουν, λες κι είμαι χειρούργος πορνοστάρ σε αναμονή. Είναι μια κατάκτηση το άνοιγμα. Μπορείς να μπήξεις την σημαία σου σε αυτόν τον λιγοστό χρόνο. Δευτερόλεπτα; Λεπτά; Ώρες; Γι’ αυτό οι καύλες μου βρυχώνται. Αυτή η μαύρη τρύπα σηματοδοτεί την έλευση της εξαντλημένης παράδοσης. Η εξουσία φταίει! Ναι! Αυτή η γαμημένη ευχαρίστηση έγκειται στην νομιμότητα της κατακρεούργησης και ταυτόχρονα στην συναίνεση για εισχώρηση. Γιατί είναι ένα παιχνίδι το οποίο παίζεται μόνο με ομοφωνία στο εκατό τοις εκατό, με δύο λευκές σημαίες. Ναι, ίσως και παραπάνω. Αλλά όσο περισσότεροι παίκτες τόσο απιθανότερο το ναυάγιο. Δεν χωράνε πολλοί σε ένα φέρετρο, και οι κανόνες είναι να θαφτεί όπως ξεπρόβαλε, βρεγμένο, ειρηνευμένο και ανακουφισμένο, με καλπάζουσες ανάσες να παρακαλάνε για ανακωχή.

Αγναντεύω κινηματογραφικά ακούνητος. Η αύρα ενέχει κάτι το απαγορευμένο. Και όπως σε κάθε στιγμή εγκληματικής πράξης —εφόσον και αν δεν ανήκω στην κάστα των ιδιοκτητών της ανθρωπότητας— το ρίγος του κινδύνου μου κλείνει το στόμα. Την τρύπα της αντεπίθεσης και της καθησύχασης. Σαν γατί πρέπει να περπατήσω στο λαδωμένο με αινίγματα και ταυτότητες δάπεδο. Ακατανόητες μουτζούρες, κατανοητές επικολλήσεις, παρόντες μέλλοντες και αθάνατοι παρελθόντες.

Σε αντίθεση με χριστιανούς και Εβραίους, για μένα η αποκάλυψη δεν είναι το τέλος, είναι ένας σταθμός αναζωογώνισης. Γιατί ξέρω ότι σύντομα θα ακουστεί το σφύριγμα και, ανάθεμα, θα στροβιλίσω μοναχός και πάλι μέχρι τον επόμενο. Αλλά αυτοί οι στρόβιλοι δεν είναι που κάνουν τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, τις ώρες του ξεγυμνώματος της ισότητας τόσο συναρπαστικές. Νίκη σημαίνει θάνατος του έρωτα. Και αν νίκη, για μένα, είναι ο έρωτας με την αλήθεια, τότε είμαι καταδικασμένος στις ράγες της ήττας. Αποκρουστικός κυνηγός ανθρώπων. Τα μάτια μου δεν βλέπονται και τα είδωλα τους δεν βλέπονται με τα μάτια. 

Ανοίγω, κλείνω, τρέχω.

Ας αναμετρηθούμε, όμως, επιτέλους. Θυμάμαι τους ακανόνιστους κομπασμούς σου, να θωπεύουν τις χορδές σου και να κυλιούνται στο απτόητο τραγούδι του εγκλωβισμού σε ένα κενό που δε σε χωράει. Καμία φορά νιώθω λίγο μαλάκας… δηλαδή σαν επιστήμονας νεκρολόγος που εξετάζει με πύρινο θαυμασμό τα ζώντα ενδιαφέροντα του. Μισό λεπτό, όμως, μη με παρεξηγείς. Μπορεί να πετάω έξω από το παρόν για μια ξεζουμαρισμένη ικανοποίηση αλλά δεν ξεζουμίζω για την πάρτη μου. Απλώς θέλω να φωτογραφίσω το αχαρτογράφητο, να αποθηκεύσω το αδάμαστο, να χωνέψω το μεγαλείο. Συγγνώμη. Κανένα παλάτι δε με συγκινεί όσο το ανθρώπινο. Είσαι, λοιπόν… ή, ορθότερα, γίνεσαι μια πηγή έκστασης με άγνωστη διάρκεια δράσης και ένα γερανό χαμογέλου που δε σκουριάζει και με σηκώνει από τα πιο σκούρα μου τετράγωνα. 

Πες μου και άλλα, σε παρακαλώ, μη φοβηθείς. Υπόσχομαι να μην πειράξω τίποτα. Θα περιπλανηθώ στους κήπους σου, σαν τιποτένιος καβαλάρης. Θα μυρίσω τα χρώματα των λουλουδιών, διαβάζοντας τις ετικέτες, τις υποσχέσεις και τις αλτρουιστικές ελπίδες στα μαραμένα και τα ανθισμένα εμφυτεύματα στο χώμα σου, θα ακουμπήσω τα αγάλματα σου, τα χρονολογούμενα από τις ημέρες που δεν μετρούσες τις μέρες αμετακίνητα έργα σου. Θα κάτσω στο παγκάκι σου, κάτω από την άκριτη σκιά της προσωπικότητας και την μοναχική αποβολή της συντροφιάς. Θα ξαπλώσω στο έδαφος σου, ανάμεσα στην άφθαρτη ισοπέδωση της ατομικότητας σου και τα αγκάθια της ελκυστικής μάζας, εκεί που, στριφογυρνώντας το κεφάλι οχυρώνεσαι στην γνώση σου. Θα αφουγκραστώ τα πουλιά, από τις μοναδικές φωνές του οργασμού, της προσευχής, της συνθηκολόγησης, της βλακείας μέχρι τις κραυγές της ικεσίας, της απόγνωσης, του ελέους και της μετάνοιας. Θα κοιτάξω τον ουρανό σου, από την Ανατολή του ονείρου μέχρι τη Δύση της προσδοκίας και από τις ζωγραφιές της απόμακρης συνουσίας μέχρι την αναλαμπή των ευπρόσδεκτων εισβολέων.

Έλα, ευθυγραμμίσου με την αγνόηση. Συνδέσου με την αποσύνδεση μου. Και, μετά, μείνε λίγο ακόμα. Κάτσε να κλείσουμε αυτή την πληγή μαζί. Και θα καλέσω για μας όλα τα γιατρικά τάγματα της κοκκινωπής μου ιδιοτέλειας. Την ακούραστη συμμαχία των βλεμμάτων, τόσο δροσερή όσο η σιγουριά της σιωπηλής αγκαλιάς. Και θα φυσήξω στο περιτύλιγμα της άναρχης κοσμογονίας σου όλα τα χρώματα που συνθέτουν την ομορφιά του εσύ.

Η εξημέρωση της τσιρίδας

Η παιδική τσιρίδα ως χαρωπή έκπληξη -όταν με έβρισκαν στο κρυφτό πατούσα την καλύτερη μου-, ως έκφραση των ορίων στη σωματική επαφή -σε χαχανίζοντα γαργαλιτά-, ως έκφραση της επιθυμίας -για κάποιο ανθυγιεινό αλλά παντανόστιμο φαγάκι- είτε του πόνου οποιασδήποτε βαρύτητας. 

Μέχρι να ενηλικιωθούμε, εκπαιδευτήκαμε, μάθαμε πως πρέπει να κρύβουμε την χαρωπή μας έκπληξη, να συγκρατούμε την έκρηξη όταν παραβιάζονται τα σωματικά μας σύνορα, να αποδεχόμαστε την πείνα για τον ευχάριστο, να χωνεύουμε -μη τυχόν και ξεράσουμε- τα φλεγόμενα εσώψυχα μας. Μία τόσο αυθόρμητη συμπεριφορά εξημερώθηκε στην ησυχία. Έγινε κατοικίδιο: πρέπει να κατοικεί αποκλειστικά στον ίδιον μας τον εαυτόν. 

Δεν κάνει να προβαλλόμαστε τόσο. Η αυτοπροβολή μας, ο θόρυβος της ύπαρξης μας, επιτρέπεται να προέρχεται μόνο από εξαργυρώσιμα με χρήμα πράγματα. Από τα ρούχα μας, για παράδειγμα, από το κινητό μας, από τα ταξιδιωτικά μας εισιτήρια, από το μαγαζί που μας περιβάλλει, από τα έπιπλα μας… Επομένως, δεν έχουμε όλοι δικαίωμα στο θόρυβο. Και λόγω του ότι μία μειοψηφία έχει αυτό το προνόμιο, εκπέμπεται γύρω της ο φθόνος. Ακόμη, ωστόσο, και για αυτούς που λόγω πνευματικής διαύγειας καταπίνουν τα σάλια τους μπροστά στα άχρηστα υλικά, η βία ξεχειλίζει. Η βία της γαμημένης ανισότητας. Αυτή η βία που, μυημένη στον κανόνα της ησυχίας, μαγειρεύεται χωρίς να το παίρνουμε χαμπάρι, πίσω από γυάλινες πόρτες σε φρεσκοβαμμένα φυλασσόμενα κτήρια. Όχι, η κατσαρόλα δεν είναι απόρρητη, διασημότατη είναι. Όλοι βλέπουν τους Υπουργούς και τα λόγκο των εταιριών, άλλωστε αυτοδιαφημίζονται κιόλας -το δικαίωμα των λίγων στο θόρυβο που λέγαμε.

Και μια ωραία πρωία, η γαμημένη ησυχία σκάει στη μάπα σου ως ο βιαιότερος θόρυβος.

Tax Fraud 101

During the greater part of the twentieth century, it was possible to transport huge amounts of wealth across borders easily, by traveling with one’s “pay to bearer” securities. This is no longer true today, be- cause securities aren’t tangible objects: they now exist only in electronic form. So to shelter one’s money, in lieu of moving suitcases filled with bank notes across borders, the common solution is electronic transfer to offshore accounts.

Let’s look at a fictitious example. Michael is CEO of the US company Michael & Co., a firm with 800 employees of which he is the single stock- holder. To send, say, $10 million to Switzerland, Michael proceeds in three stages. First, he creates an anonymous shell company incorporated, for example, in the Cayman Islands, where regulations on disclosure of company owners are very limited.* He then opens an account in Geneva under the shell company’s name, which takes all of a few hours. Finally, Michael & Co. buys fictitious services from the Cayman shell company (consulting, for example), and, to pay for these services, sends money to the shell company’s Swiss account. The transaction generates a paper trail that appears legitimate, and in some cases it actually is. Because companies carry out millions of transfers to Switzerland and other large offshore centers every day—and it is impossible to identify in real time those that are legal (for example, sums paid to true exporters) and those that are not (money evading taxes)—the transaction from Michael & Co. to the shell company’s Swiss bank account is unlikely to trigger any money- laundering alarms at the banks.

And Michael wins twice. By paying for fictitious consulting, he first reduces the taxable profits of Michael & Co., and thus the amount of cor- porate income tax he must pay in the United States. Then, once the money

has arrived in Switzerland, it is invested in global financial markets and generates income—dividends, interest, capital gains. The IRS can tax that income only if Michael self-reports it or if the Swiss bank informs the US authorities. Otherwise, Michael can evade US federal income tax as well.

century European banks developed a new activity: wealth management.The basic service consisted of providing a secure vault in which depositors could place their stocks and bonds. The bank then took responsibility for collecting the dividends and interest generated by these securities. Once reserved for the richest individuals, in the interwar period these services became accessible to any aspiring capitalist. Swiss banks were present in this marketplace. But—an essential point—they offered an additional service: the possibility of committing tax fraud.The depositors who entrusted their assets to them could avoid declaring the interest and dividends they earned without the risk of being caught, because there was no communication between the Swiss establishments and other countries.

If Michael wants to use the money, he has two possibilities. For small amounts, he can simply go to an ATM. But for large amounts, he has to be more clever. The most popular technique is what’s called “Lombard credit”: Michael takes out a loan with the US branch of his Swiss bank, using the money held in Geneva as collateral. So the money stays in Switzerland, still invested in stocks and bonds, while it is also spent in the United States, to buy, for example, a painting by a famous artist or a condominium in Florida.

In sum, the IRS is cheated out of millions—all the taxes owed over time on the income generated by the wealth hidden in Geneva—and Michael can secretly spend his hidden money however he likes.

* Although the Cayman Islands appear often in these kinds of stories, there is evidence that it is even easier to form anonymous companies in Delaware and many OECD countries. See Michael Findley, Daniel Nielson, and Jason Sharman, “Global Shell Games: Testing Money Launderers’ and Terrorist Fi- nanciers’ Access to Shell Companies,” working paper, Centre for Governance and Public Policy, Griffith University, 2012.

Gabriel Zucman, The Hidden Wealth of Nations (2015), the University of Chicago Press

Η πατριαρχία δεν υφίσταται

Επίλογος

Η στρατηγική του «διαίρει και βασίλευε» ήταν από την αρχαιότητα ένας εκ των προσφορότερων τρόπων για να περιφρουρούν οι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες την εξουσία τους.  Ο διαχωρισμός σε μικρότερες ομάδες δημιουργεί καχυποψία, δυσχεραίνει το σχηματισμό συμμαχιών, επομένως η εμπιστοσύνη τους αντί να στρέφεται δίπλα, προς τις άλλες ομάδες ή άτομα, μετατοπίζεται προς τα πάνω, στους κυρίαρχους. Πρόκειται για μια τόσο επιτυχημένη τακτική που χρησιμοποιήθηκε με σαρωτικές επιπτώσεις σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας και σε ολόκληρο τον κόσμο, από τον Ιούλιο Καίσαρα στην αρχαία Ρώμη μέχρι τους Βρετανούς αποικιοκράτες στην Ασία και την Αφρική. Σήμερα, χρησιμοποιείται από εθνικιστές ηγέτες, που σπέρνουν φόβο γύρω από τη μετανάστευση και τις μειονότητες.

Η διάσπαση είναι, μεταξύ άλλων, αυτή που δίνει στην πατριαρχία την δύναμη της. Η ζημιά που προκαλείται από την έμφυλη καταπίεση δεν είναι μόνο οικονομική ή σωματική – είναι συναισθηματική και ψυχολογική. Η αποξένωση των θυγατέρων από τους γονείς τους, η συναισθηματική απομάκρυνση των συζύγων και η δαιμονοποίηση όσων δεν συμμορφώνονται με τα στενά πρότυπα των φύλων, έχει ως αποτέλεσμα να καλλιεργείται ο φόβος και το μίσος για τους ίδιους τους ανθρώπους στους οποίους βρίσκουμε υποστήριξη και παρηγοριά. Γνωρίζουμε ότι μπορούμε να αγαπήσουμε και να εμπιστευτούμε τους ανθρώπους γύρω μας – η επιβίωσή μας ως κοινωνικό είδος εξαρτήθηκε από αυτό – όμως αυτή η αποσκοπούσα στον έλεγχο διαίρεση των ανθρώπων, ενορχηστρώνεται για να μας κάνει να πιστεύουμε ότι αυτό είναι αδύνατο. Έχει σαμποτάρει τις πιο στενές μας σχέσεις.

Ο πατριαρχικός έλεγχος δεν διαφέρει, κατά μία έννοια, από οποιονδήποτε άλλο. Αυτό που τον διαφοροποιεί είναι ότι λειτουργεί και στο επίπεδο της οικογένειας. Η μακιαβελική του δύναμη έγκειται στο γεγονός ότι μετατρέπει τους πιο κοντινούς μας ανθρώπους σε εχθρούς, με έναν τόσο ύπουλο τρόπο, ώστε το θεωρούμε ως κάτι αναμενόμενο. Η εξέλιξη αυτής της στρατηγικής ανιχνεύεται στις πρακτικές της πατρογραμμικότητας και της πατροτοπικότητας, που απαιτούσαν να χωρίζονται οι γυναίκες από την παιδική τους ηλικία από τους συγγενείς τους, καθώς και στη βαναυσότητα της αιχμαλωσίας που οδηγούσε στην απανθρωποποίηση. Βλέπουμε ότι αυτές οι πρακτικές του αποχωρισμού και του ελέγχου συνδέονται με σημερινούς νόμους και πεποιθήσεις.

Αλλά δεν μπορούμε να εικάσουμε ότι αυτό ίσχυε σε όλο τον κόσμο. Τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε αυτόματα. Σε ορισμένες περιοχές, τα πατριαρχικά συστήματα είναι χιλιάδων ετών. Σε άλλες, έχουν καθιερωθεί, ή σε ορισμένες περιπτώσεις επανήλθαν, μόλις λίγους αιώνες πριν.

Η πατριαρχία ως ενιαίο φαινόμενο δεν υφίσταται, λοιπόν, πραγματικά. Αντίθετα, υπάρχουν για την ακρίβεια πολλαπλές πατριαρχίες, οι οποίες διαμορφώνονται από κλωστές που υφαίνονται διακριτικά σε διαφορετικούς πολιτισμούς και εξαρτώνται από τις τοπικές δομές εξουσίας και τα ισχύοντα συστήματα ανισότητας. Η ανθρώπινη κατηγοριοποίηση και οι έμφυλοι νόμοι θεσμοθετήθηκαν από τα κράτη. Η δουλεία επηρέασε τον πατροτοπικό γάμο. Οι αυτοκρατορίες εξήγαγαν την έμφυλη καταπίεση σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Ο καπιταλισμός επιδείνωσε τις ανισότητες μεταξύ των φύλων και οι θρησκείες και οι παραδόσεις εξακολουθούν να χειραγωγούνται για να προσδώσουν ψυχολογική ισχύ στην έννοια της ανδρικής κυριαρχίας. Καινούρια νήματα διαπερνούν τις κοινωνικές μας κατασκευές, ακόμη και τώρα. Αν θέλουμε να οικοδομήσουμε έναν πραγματικά δίκαιο κόσμο, πρέπει όλα να ξηλωθούν. Είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε την έμφυλη καταπίεση από τις υπόλοιπες μορφές καταπίεσης.

Μπροστά σε ένα τόσο μνημειώδες έργο, ο αγώνας για ισότητα μπορεί να μοιάζει με πόλεμο φθοράς. Εγώ η ίδια έχω μιλήσει σε πολυεθνικές εταιρείες και εταιρικά συνέδρια σε γυναίκες που ζητούν να μάθουν πώς μπορούν να ανέβουν στην ιεραρχία σε σεξιστικά εργασιακά περιβάλλοντα, τη στιγμή που αγνοούν την ύπαρξη των γυναικών με μισθούς εξαθλίωσης, εκείνων που καθαρίζουν τα γραφεία τους όταν φεύγουν. Ακόμα δεν έχουμε εφεύρει πολιτικά συστήματα που θα φροντίζουν για τις ανάγκες του ατόμου περισσότερο από τις απαιτήσεις του κράτους, που θα μας προστατεύουν από τα χτυπήματα αυτού του κόσμου. Ακόμα και όταν οι νόμοι μας γίνουν όσο πιο δίκαιοι γίνεται, όταν, ξεπερνώντας τα έμφυλα στερεότυπα, έχουμε αποδεχθεί όλους τους ανθρώπους όπως είναι, όταν οι γλώσσες και οι πολιτισμοί μας αντανακλούν αξίες ισότητας, ούτε τότε θα έχουν εκλείψει εκείνοι που προσπαθούν να εξουσιάσουν άλλα άτομα με κάποιο νέο τρόπο.

Κατά τη διάρκεια της έρευνας για αυτό το βιβλίο, ωστόσο, συνάντησα και διάβασα το έργο ανθρώπων που έχουν αφιερώσει την καριέρα τους στον αγώνα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ελευθερία, που οραματίζονται τελείως διαφορετικούς κόσμους στους οποίους κανείς δεν εξουσιάζει κανέναν. Όπως όλοι ανεξαιρέτως δεν ανεχόμαστε την αδικία εις βάρος μας, έτσι αντίστοιχα οι περισσότεροι εξ ημών αισθανόμαστε άβολα όταν τρίτα άτομα αντιμετωπίζονται άδικα – συμπεριλαμβανομένων ξένων που δεν έχουμε συναντήσει ποτέ. Μοιραζόμαστε τον πόνο τους. Νιώθουμε την ανάγκη να βοηθήσουμε. Βαθιά μέσα μας έχουμε την επιθυμία να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, και να επεκτείνουμε αυτή την αγάπη πέρα από τους στενό μας περιβάλλον. Ως επιστημονική συγγραφέας περνάω τον περισσότερο χρόνο μου αναλογιζόμενη την ανθρώπινη φύση και θεωρώ ότι αυτό είναι το πιο αξιοθαύμαστο στοιχείο μας.

Αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε τη ζημιά που προκλήθηκε από την ριζωμένη εδώ και αιώνες πατριαρχική εξουσία, ο μόνος τρόπος είναι να καλλιεργήσουμε την ανθρωπιά που είναι κοινή σε όλους μας – αυτό το κομμάτι μας που καταφέρνει να αγαπάει, ακόμα και όταν υπάρχουν κάποιοι που επιδιώκουν τη διάσπαση και την εξουσία. Κάποιοι θα πουν ότι η καταπίεση είναι στη φύση μας. Θα πουν ότι οι άνθρωποι είναι εγγενώς εγωιστές και βίαιοι, ότι ολόκληρες κατηγορίες ανθρώπων είναι εκ φύσεως κυρίαρχες ή υποδεέστερες. Και έρχομαι να ρωτήσω: θα νοιαζόμασταν, άραγε, τόσο πολύ ο ένας για τον άλλον, αν αυτό ήταν αλήθεια;

Angela Saini, Η Πατριαρχία (2024), εκδόσεις Σάλτο

 

Αίμα και νερό σε κομμένο δέντρο

Οικογένεια για μένα είναι… Ουφ. Θα κλείσω τα μάτια και θα σας πω ό,τι μυρίσω. Λοιπόν… οικογένεια είναι… αυτό που σε πρωτοαγγίζει και κλαις προκαταβολικά ποτάμια – λες και διαισθάνεσαι ότι, επειδή ξαπλώνει μια γαρίδα στα μπούτια σου, θα σου απαγορεύεται να κλαις στο μέλλον.

Οικογένεια είναι “συγχαρητήρια” με φτηνά πτυχία υποκριτικής και “να σας ζήσει” με φτυσίματα στο χωρίς αντισώματα αφράτο σακί σου από όλες τις γενιές που έσκαψαν μεθοδικά και ανάλαφρα τον λάκκο σου για τις επόμενες δεκαετίες.

Οικογένεια είναι η αιτία και ο εκτελεστής των εξαρτήσεων σου – κάτι σαν τους μπάτσους με τα ναρκωτικά.

Οικογένεια είναι “που ήσουν ρε μαλακισμένο” και 17 αναπάντητες στο υπουργείο εξωτερικών, στη ΝΑSA, στην αντιτρομοκρατική και στη Νικολούλη, Κυριακή μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα.

Οικογένεια είναι “μη κάνεις σαν κοριτσάκι” όταν το ξεχειλίζον από ενέργεια σώμα σου σπάει τις αλυσίδες των έμφυλων νόμων. Ναι, τις σπάει τόσο εύκολα, θυμίζοντας ότι δεν είναι παρά πολιτικά κατασκευάσματα. Τόσο εύκολα που οι πολιτικοί υπήκοοι τρομάζουν από τη δύναμη του. Τη δύναμη της παιδικότητας. Η παιδικότητα συνεπάγεται πολιτική ανυπακοή. Γι’ αυτό πρέπει να καταστραφεί από τους νομιμόφρονες.

Οικογένεια είναι “καλό παιδί ο Γιωργάκης ε;” για τον μπούλη με το μπουρζουά χτένισμα που χθες σου αρωμάτιζε το παπούτσι στη χέστρα.

Οικογένεια είναι φέρετρα και υποχρεωτικά φιλιά από ανθρώπους με τους οποίους δεν έχεις συναναστραφεί πάνω από δεκατέσσερα λεπτά το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και της Παναγιάς αθροιστικά επί 10 χρόνια.

Οικογένεια είναι σωφρονιστικές σφαλιάρες “για το καλό σου”.

Οικογένεια είναι “όλο θα το φας, τα παιδάκια στην Αφρική δεν έχουν να φάνε”. Οικογένεια είναι αδιαμφισβήτητη κυβέρνηση, σαν της Ηρώδου Αττικού 19.

Οικογένεια είναι “κανόνισε να τρέχουμε στα νοσοκομεία πάλι”, “κάτσε καλά”, “να είσαι κύριος”, “μην κάνεις σαν χαζό”.

Οικογένεια είναι ο προσωπικός τραπεζίτης, νταβατζής, μάνατζερ, διατροφολόγος, διδάσκαλος, αρχιτέκτονας και συνοριοφύλακας της ύπαρξης σου.

Οικογένεια είναι η κατάταξη στην ταξική πυραμίδα.

Οικογένεια είναι ατελείωτες βαρετές ώρες στο πολυτελές κτήριο με άντρες σε μαύρα φουστάνια να τραγουδάνε αλαμπουρνέζικα.

Οικογένεια είναι ομοφοβικές μπότες στο στήθος μέχρι να αποστηθίσεις τον Αντρικό Κώδικα.

Οικογένεια είναι ο μονοπωλητής της αληθινής χριστιανοσύνης και “τσακίσου για μπάνιο, σαν γυφτάκι είσαι”.

Οικογένεια είναι παρκάρισμα σε κατασκηνώσεις.

Οικογένεια είναι ο Μεγάλος Αδερφός σου.

Οικογένεια είναι “γιατί έτσι… είσαι μικρός, δε μπορείς να καταλάβεις”.

Οικογένεια είναι επιβαλλόμενη συγκατοίκηση και ανύπαρκτες αγκαλιές.

Οικογένεια είναι τρανταγμένοι μεντεσέδες και πυγμαχία σε λευκούς σάκους από τσιμέντο.

Οικογένεια είναι “για να μυρίσω τα χέρια σου”.

Οικογένεια είναι 70 ουσίες που προκαλούν καρκίνο.

Οικογένεια είναι οι πελάτες του κάθε 4 χρόνια γυαλιστερού σωτήρα.

Οικογένεια είναι το στρατιωτάκι στη σκακιέρα του κράτους.

Οικογένεια είναι ένα νεφρό σε συνεδρίες.

Οικογένεια είναι “σκάσε”.

Οικογένεια είναι κατουρημένα σεντόνια.

Οικογένεια είναι ο απλήρωτος οικοδόμος του φόβου.

Οικογένεια είναι λουρί από ανθρώπινο δέρμα.

Οικογένεια είναι μουγκές σκέψεις.

Οικογένεια είναι εφιάλτες και όνειρα στα όνειρα.

Οικογένεια είναι το μίνι βασίλειο “του άντρα του σπιτιού”

Οικογένεια είναι παλάμες σε τραπέζια.

Οικογένεια είναι βλέμματα με ξεχαρβαλωμένα συναισθήματα.

Οικογένεια είναι ντροπή και υπερηφάνεια και προκατάληψη.

Οικογένεια είναι καθρέφτης και ο ύψιστος κριτικός αυτοεικόνας.

 

Οικογένεια είναι βλάβη ανεπανόρθωτη. Ζωγραφιά δίχως κλικ για ακύρωση. Κόκκινο και διάφανο μελάνι σε λευκό χαρτί. Μια ζωή ολόκληρη. Από τις πολλές παράλληλες που ζούμε. Και αν ο θεϊκός νόμος επιφυλάσσει την αντιγραφή και την επικόλληση της βίας της πάνω στο λευκό των επόμενων στη σειρά ξερατών της Φάτα Μοργκάνα, τότε… θα τα βάλω με τη θεά, μετά από ένα Ντεπόν του Ελεύθερου Πνεύματος:

Ψυχοθεραπεύσου πριν γίνεις γονιός

μπας κι ο πλανήτης αλλάξει

γιατί στρίβαμε μπάφους στην τάξη

με διαταραχές στα δεκάξι

 

Η οικογένεια είναι η θεά. Από αυτήν ξεκινάν όλα και δι’ αυτής προχωρούν. Ποιος ξέρει, ίσως κάποτε γίνουμε οι ίδιοι θεοί ή θεές του εαυτού μας. Ζαρατούστρα. Ίσως κάποτε καταργήσουμε τις εξαναγκαστικές σχέσεις. Ίσως αποποιηθούμε την κληρονομιά της  εκδικητικότητας. Ίσως κάποτε ελευθερωθούμε από την κτητικότητα. Οι περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις αντικατοπτρίζουν κάποιο βαθμό ιδιοκτησίας ενός ατόμου επί ενός άλλου, λέει ο Ορλάντο Πάτερσον, ναι αυτός ο Τζαμαϊκανός που γράφει και γράφει για τη σκλαβιά.

Αλλά είτε κοιτάξουμε πίσω… σε κάποιο Τσαταλχογιούκ, όπου όσοι ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη δεν ήταν απαραίτητα συγγενείς μεταξύ τους. (…) ολόκληρη η κοινότητα ήταν μια μεγάλη οικογένεια, όπου όλα τα παιδιά μπερδεύονταν μεταξύ τους.[1] Είτε, αν μας έχουν απομείνει σφαίρες για εκείνο το παιδικό όπλο, τη φαντασία, σημαδέψουμε μπροστά… θα δούμε την παλάμη της Δυνατότητας να κουνιέται σαν μετρονόμος αριστερά-δεξιά. Τικ. Τακ.

[1] Angela Saini, Η Πατριαρχία (2024), εκδόσεις Σάλτο

CORPORATIONS VS INDIGENOUS

RULING THROUGH HUNGER

OR

LIVING THROUGH DOMESTIC POLYCULTURE

 An ecofeminist approach

As mathematician and economist Nicholas Georgescu-Roegen stated, the circular flow model is the “original sin of modern economics” because it creates the illusion that the economy does not depend on resourses, energy, and sinks, and can thus continue to expand indefinitely[1]. Unfortunately, it is not capital that creates everything. The achievements of today’s Western consumer culture have been shaped with the blood of nature.

“Every day 200 species are being pushed to extinction, extinction rates are 1000 times higher than the normal rate. A Living Planet report two years ago said since 1970 and industrial agriculture in chemical spread we have whipped out 60%[2] of the animals on the planet and freshwater species have declined by 83%. We are in the middle of a insectigedon: More than 90% of the insect species are gone (…) Where did these chemicals come from? A century ago the fossil fuels, controlled then by one company in the world, called Standard Oil owned by Rockefeller, join hands with IG Farben, the cartel that made chemicals in Hitler’s Germany and the main purpose of making chemicals at that time -by the Bayers and the BASFs [4]- was to kill people in concentration camps. That is what the chemicals were invented for… to make explosives by burning fossil fuels in high temperature to fix atmospheric nitrogen. Today these chemicals are the agrochemicals that are killing the bees, they are poisoning people (…) let me run through figures of the annual costs of chronic diseases most of which are related to the chemicals in the environment – most chemicals are in the environment for growing food, under the false assumption it produces more food, and for processing food. Cancer is 2,5 trillion annually, diabetes is 2,5 trillion, endocrine disruption 549 billion, antibiotic resistance marker infections -most antibiotics are used in factory farms- 1 trillion, infertility 3,6 billion, obesity 1,2 trillion, birth defects 22,9 billion, neurological disorders 2,4 trillion, autism 171 billion (…)”[5] This is part of a Vandana Shiva speech on March 2020. 

On a Report of the Special Rapporteur on the right to food we read the following: Defined as any substance or mixture of substances of chemical and biological ingredients intended to repel, destroy or control any pest or regulate plant growth, pesticides are responsible for an estimated 200,000 acute poisoning deaths each year, 99 per cent of which occur in developing countries[6].

The estimated methane emissions of 29 meat and dairy companies analyzed in a new Greenpeace study[7] rival the emissions of the 100 largest companies in the fossil fuel industry. Meanwhile, the five largest meat and dairy methane emitters according to our estimates (JBS, Marfrig, Minerva, Cargill, and Dairy Farmers of America) exceed the combined reported methane emissions of big fossil fuel giants such as ExxonMobil, Shell, TotalEnergies, Chevron, and BP. Scientists agree that methane is a greenhouse gas 80 times more potent than carbon dioxide (CO₂). Quite a compelling reason to go vegan, I guess. 

According to WHO, air pollution kills 7 million a year. In 2019, 99% of the world’s population was living in places where the WHO air quality guidelines levels were not met.[8] And as you can guess this 1% that is left, is also the richest 1%. Pesticides are to blame for most of this pollution, too. As Shiva points out in “Soil, Not Oil”, industrial agriculture and globalized food trade contributes to 50% of the atmospheric pollution.

And what does all this have to do with ecofeminism? Ecofeminism declares that this method of cultivation—industrial monoculture and all the criminal consequences it carries—is not the only way. It’s ironic that we, in our gray, glass, steel, and asphalt-covered Western cities, believe that the food stuffed into people in the twenty-first century comes from massive farms where robotic and human labor collaborate. And yet, who would have expected that in the global south, family farms based on women’s participation provide most of the food eaten in the world, as Vandana Shiva notes on her book “Who Really Feeds the World”, stating that -the destructive for the environment- monocultures used by the big corporations, are producing less than domestic polycultures. By her one words: “Industrial agriculture reliant on mechanistic science produces only 25% of the world’s food while using and destroying 75% of the earth’s resources – the soil, the water, the biodiversity.” Thus one hectare of polyculture produces what 1.62 hectares of monoculture can produce.

Polycultures also produce food with greater nutritional value. Shiva provides many such examples. Lets see one: A baranaja (twelve crop) system produces 2680 kg of food per acre compared to 2186 of a maize monoculture. in terms of protein the production is 4214 vs 242 kg, carbohydrate 1622.94 vs 1447.14, fat 131.8 kg vs 78.7 kg, and energy 9359470 kcal vs 7476120 kcal. in terms of vitamins, banana produces 1360.9 mg vs 1967 mg beta carotene in case of maize monoculture, folic acid 2206.3 mg to 437 mg. Minerals arecalcium 5052 gvs218g,iron143.9gvs50.3g, phosphorus 9505 g vs 7607 g, magnesium 3604 g vs 3038 g, potassium 11186 g vs 6252 g (ref: Study Health Per Acre, New Delhi, 2011).[9]

We are surrounded by so many bullshit jobs, as David Graeber described them in his eponymous book, referring to meaningless, unfulfilling jobs, we are stressed in our metropolises, rushing every minute of the day to complete something… so we forget the most important job. Farmers are fucking invisible, and without them, none of us would be here to be a lobbyist, telemarketer, CEO, or hold other well-paid bullshit jobs. Who would have thought that 45% of the global population is engaged in agriculture? About one in two according to FAO[10]. And what is the reward for the fact that they keep us alive and fight the climate crisis that we create? According to Science Direct, the agricultural sector earn, on average, just 20% of the (average) income of their counterparts in other sectors.[11] In India, the National Crime Records Bureau data shows that 296,438 farmers had died by suicide between 1995 and 2014. In 2022 alone, this number was 11,290 people involved in the farming sector (5,207 farmers and 6,083 agricultural laborers) meaning approximately one suicide per hour. It is common for them to be drowning in debt. 

Meanwhile, 735 million people globally are victims of hunger. 60% of Africans face moderate (including not enough money for healthy food, self-sufficiency problems, having to skip meals) or severe (including no food stocks, entire days without food) food insecurity. And on top of these facts, hunger is accelerating, 10% more compared to 2017.[12] I won’t analyze “How Europe underdeveloped Africa”[13] facing an entire continent as if it is a “Looting Machine”[14]. I will focus on the fact that in the year 2024, after so many technological inventions, hunger still reigns. Decades ago, we believed that with industrial agriculture, hunger would soon become a dark past. But here we are. The problem is not that we couldn’t produce enough. Hunger exists due to political choices and events. And here we go again, hearing those in power talk about hunger as if it’s not their decision. A handful of companies, thanks to globalization, are replacing biodiverse, ecological farms with industrial monoculture, pushing native farmers to abandon their models and become tools. They pressure or force them to leave our bridge to a world without hunger. Because food is a powerful weapon that should not be left unused. We see, for example, how effectively it is being used by Israel in besieged Gaza right now to carry out genocide.

A new study by Greenpeace titled “Unchecked, unregulated and unaccountable: who are the hunger profiteers?” reveals rampant profiteering due to the invasion of Ukraine and the COVID-19 pandemic. The 20 companies (grain, fertilizer, meat, and dairy giants) delivered $53.5 billion to their shareholders in 2020 and 2021, while the UN estimates that a smaller amount of $51.5 billion would be enough to save lives and provide food and shelter for 230 million vulnerable people around the world.[15]

And all that the rulers of states know how to say when you ask for public services is “there is no money.” The mantra of “resource scarcity” hopes to legitimize political decisions by presenting them as a one-way street. Of course, governments are concerned about the limit of money they can use, while forgetting the limit on the exploitation of the natural environment. For its murderers, however, there is always money available. According to the International Monetary Fund, subsidies for oil, coal, and natural gas are costing the equivalent of 7.1% of global gross domestic product. That’s more than governments spend annually on education (4.3% of global income) and about two-thirds of what they spend on healthcare (10.9%)[16]. We are talking about 7 trillion in 2022. The highest amount in history, even though governments have been proclaiming and ‘committing’ themselves to cut the following subsidies since 1997.[17]

Ecofeminism, however, does not simply ask for the trillions to be redirected elsewhere. It proposes a complete reconfiguration of social standards, away from rampant consumerism and the hierarchical organization of production with men at the top. Given that our dietary needs can be met by domestic polycultures, we should abolish the economic titans who enrich themselves by killing us. All these vulnerable people do not need the charity of any ruler, ecofeminism declares. We do not want your capital; we want you to abandon the notion that people are slaves to your insatiable hunger for control over everything, even our bellies. Colonialism has never ended.

In Marx’s words: Capital production disturbs the metabolic interaction between man and the earth, ie, it prevents the return to the soil its constituent elements consumed by man in the form of food and clothing; hence it hinders the operation of the eternal natural condition for the lasting fertility of the soil[18]. According to FAO, in 1995, 75% of diversity in agriculture had disappeared due to industrial monoculture -when globalization had just started[19]. Imagine the destruction of today. In 2016, Shiva said it reached 90% [3].

Deregulation is also simultaneously as I have witnessed in my country a making illegal of the daily lives of people. So when it came to the whole seed issue the talk used to be: “we have to find ways to make illegal for farmers to save seeds.”[20] That was the masters’ target. And intellectual property rights and patents were supposed to be the tool. Basically, Monsanto and Bayer are nothing but rent collectors. They are the lifelords of today, like feudalism had the landlords. They do no work. They do nothing. They don’t breed seed. They make poison, and then collect rents[21]. The Columbus, the church, the kings of yesterday are exactly these elit corporations, the top 1%. And they want to eradicate the small guys. Another Greenpeace report detects that between 2007 and 2022 the number of farms in the small-scale commercial category (with outputs between €2,000 and €49.999) dropped by 44%. This loss of almost two million commercial farms and 3.8 million jobs suggests that the model of small-scale family farming is dying out.[22] 

And where is the feminist element in all this? Capitalists’ profitability depends on women’s unwaged and devalued work, as well as on the exploitation of nature. This work is primarily labour power production that includes child care, housework, food production and preparation, emotional work, health care, elder care, and regeneration.[23]

In the neoliberal doctrine, as Ariel Salleh puts it in her book “Ecofeminism as Politics”, women’s bodies and women’s labour are treated as resources, exactly like nature. Theoretically, this system needs the following two:[24]

  1. Hierarchy: a system of inequality that places women at the bottom.
  1. Oppositional dualisms: Men and women are not seen as different but rather as opposites. The pattern says: Men vs Women, Humans vs Nature.

The vision of returning to local production cannot ignore the fact that out of all the agricultural holders only 12% are female.[25] The society that ecofeminism aims for cannot be understood without the triptych: Gender equality – social justice – environmental sustainability.[26] The idea of inalienability[27], as the distancing of resources from cycles of financial accumulation, towards a valuation of them based on use, is central on the aiming structure. And that is why the tyrants of the free market will not accept it. If the notion of “commodity” disappears, their power disappears too. And they will move heaven and earth, governments and institutions, to prevent this from happening. [28]

Something else that has to be noted when we talk about gender inequality in this field, is that, according to the former United Nations Special Rapporteur on the rights of Indigenous Peoples, James Anaya, Indigenous women suffer an increase in violence, including rape, when extractive industries operate in or near their territories. In the Bakken oil fields of North Dakota, for example, some non-indigenoys men employed by the oil industry who live in temporary man camps near three native communities are known to commit acts of violence against indigenous women and children. These men are transient; they do not have connections with or a sence of social responsibility to the surrounding community.[29]

To get it straight: We have to protect the indigenous way of life and abolish globalized capitalism. Lands inhabited by Indigenous Peoples contain 80% of the world’s remaining biodiversity[30]. Indigenous peoples’ lands in the Amazon are effective carbon sinks, absorbing more carbon than they release. Also, lands legally held or titled to Indigenous peoples have lower deforestation rates than untitled Indigenous lands. Rainforest Foundation’s work integrates scientific evidence, technology, and Indigenous knowledge to effectively protect rainforests and tackle the climate crisis.[31]

More than 1,910 of these defenders of the environment were killed, according to a new report by Global Witness.[32] As Avaaz notes: Life in the Amazon is cheap. It costs less than €100 to have someone killed. The bloody battles between the indigenous people and the companies that want to ravage the land for profit have been ongoing for decades.[33] Companies do not have particularly strict limits when it comes to protecting their interests.[34]

And, accordingly, there is no limit for Zionist state’s crimes. Over the last 40 years, over a million olive trees and hundreds of thousands of fruit trees have been destroyed in Palestinian lands.[35] There are zero convictions and nobody is held accountable, as the indigenous victims -more than 80,000 families depend on the olive harvest- suffer.

Nevertheless, can humanity prevail? Let’s look at some hopeful examples of ecofeminist resistance…

  • A Coca Cola plant was shut down in south India after a five year resistance campaign. The plant used 1.5 million liters a day leaving the water that remains toxic. Among other evidence against Coca Cola, tests by the CSE revealed that pesticide levels in its products exceeded global standards by 30-fold. [36]
  • Nous Sommes la Solution (NSS, We are the Solution), is an ecofeminist movement of more than 500 rural women’s associations in Senegal, Ghana, Burkina Faso, the Gambia, Guinea-Bissau, Guinea and Mali [37]. The movement promotes sustainable agroecology and fights large-scale industrial farming. In Senegal, the network is made up of nearly 10,000 women in more than 100 local associations across the south.[38]
  • Chipko is a Hindi word meaning hugging. The Chipko is one of many “people’s” ecological movements that have sprung into being over the past 10 to 20 years. These movements are fundamentally different from ecological movements in the industrialized world. There, industrial pollution and even “development” are seen as threats, but threats primarily to present lifestyles. In the Chipko Movement, however, the basic concern is the very survival of the people in the hill areas. Rather than using the media to try to influence government policies, the people here have had to resort to a popular struggle. It managed to stop the Simon Company plans for deforestation with the blessings of the government. It was a powerful successful movement, into which women played a decisive role.  [39]            
  • Since Wangari Maathai started the Green Belt Movement in 1977, more than 51 million trees have been planted, and more than 30,000 women have been trained in forestry, food processing, bee-keeping, and other trades that help them earn income while preserving their lands and resources. The GBM started to respond to the needs of rural Kenyan women who reported that their streams were drying up, their food supply was less secure, and they had to walk further and further to get firewood for fuel and fencing. GBM encouraged the women to work together to grow seedlings and plant trees to bind the soil, store rainwater, provide food and firewood, and receive a small monetary token for their work.[40]

[1] M. Schmelzer, A. Vetter, A. Vansintjan, The Future is Degrowth, Verso, 2022

[2] According to the Living Planet 2024 report, the percentage has risen to 73%. https://livingplanet.panda.org/en-US/

[3] Vandana Shiva, Who Really Feeds the World (2016), North Atlantic Books

 [4] BASF (Badische Anilin und Soda Fabrik) είναι χημική βιομηχανία, σήμερα η μεγαλύτερη του κόσμου. Στο πεδίο δράσης της συμπεριλαμβάνονται προϊόντα χημικά, πλαστικά, γεωργικά, χημικά κατασκευών, καθώς και αργό πετρέλαιο και φυσικό αέριο.

[5] https://youtu.be/hVbbov9Rfjg?si=bQUsFz8mVKcn1Hp_&t=1371

[6]https://documents.un.org/doc/undoc/gen/g17/017/85/pdf/g1701785.pdf

[7]https://www.greenpeace.org/static/planet4-sweden-stateless/2024/10/2996f732-2024.10.07_turning-down-the-heat-report-with-design_english.pdf

[8]https://www.who.int/news-room/fact-sheets/detail/ambient-(outdoor)-air-quality-and-health

[9]https://assets.fsnforum.fao.org/public/discussions/contributions/bija58_27-5-2011[1]_0_1.pdf

[10]https://www.fao.org/newsroom/detail/almost-half-the-world-s-population-lives-in-households-linked-to-agrifood-systems/en

[11] https://www.sciencedirect.com/topics/social-sciences/agricultural-population

[12] https://www.statista.com/chart/27885/change-in-share-experiencing-food-insecurity-by-world-region/

[13] The title of Walter Rodney’s book, first published in 1972.

[14] The title of Tom Burgis’ book published in 2016.

[15]https://www.greenpeace.org/static/planet4-international-stateless/2023/02/0787c8e5-food-injustice-2020-2022.pdf

[16]https://www.imf.org/en/Blogs/Articles/2023/08/24/fossil-fuel-subsidies-surged-to-record-7-trillion

[17]https://www.theatlantic.com/science/archive/2018/02/maybe-cutting-fossil-fuel-subsidies-wouldnt-do-much-good/552668/

[18] Marx, Capital Volume III (1992), Penguin

[19] Vandana Shiva, Future of Food: Dictatorship or Democracy?, 2016 

[20] https://www.youtube.com/watch?v=GwxOxQ1AOEg

[21] https://www.youtube.com/watch?v=GwxOxQ1AOEg  

[22]https://www.greenpeace.org/eu-unit/issues/nature-food/47246/eu-farmers-under-pressure-to-go-big-or-go-bust/

[23] Terran Giacomini, Ecofeminism and System Change, CANADIAN WOMAN STUDIES

[24] https://www.youtube.com/watch?v=VBP0-XUe6bU

[25]https://www.cso.ie/en/releasesandpublications/ep/p-coa/censusofagriculture2020-preliminaryresults/demographicprofileoffarmholders/

[26] Blanca Bayas Fernández & Joana Bregolat i Campos, Ecofeminist proposals for reimagining the city (2021), ODG

[27] Same.

[28]https://grain.org/en/article/4572-why-are-the-fao-and-the-ebrd-promoting-the-destruction-of-peasant-and-family-farming

[29]https://www.colorado.edu/program/fpw/2020/01/29/violence-extractive-industry-man-camps-endangers-indigenous-women-and-children

[30] https://www.iisd.org/articles/deep-dive/indigenous-peoples-defending-environment-all

[31]https://rainforestfoundation.org/scientific-evidence-points-to-indigenous-peoples-forest-management-as-key-to-climate-change-mitigation/#:~:text=Indigenous%20peoples’%20lands%20in%20the,rates%20than%20untitled%20Indigenous%20lands.

[32]https://www.globalwitness.org/en/press-releases/almost-2000-land-and-environmental-defenders-killed-between-2012-and-2022-protecting-planet/

[33]https://ejatlas.org/conflict/indigenas-karina-de-la-comunidad-de-tascabana-afectados-por-la-industria-petrolera-pdvsa

[34]https://www.lemonde.fr/en/environment/article/2024/09/27/investigation-reveals-mass-profiling-of-opponents-of-the-agrochemical-industry_6727428_114.html

[35] https://theecologist.org/2015/nov/07/destruction-palestinian-olive-trees-monstrous-crime

[36]https://nvdatabase.swarthmore.edu/content/indians-force-coca-cola-bottling-facility-plachimada-shut-down-2001-2006

[37]https://www.theguardian.com/global-development/2021/sep/22/ecofeminism-is-about-respect-the-activist-working-to-revolutionise-west-african-farming

[38]https://www.un.org/africarenewal/news/un-women-executive-director-visits-senegal-put-women-farmers-heart-gender-equality-agenda

[39] https://www.fao.org/4/r0465e/r0465e03.htm

[40] http://www.greenbeltmovement.org/who-we-are

 

Γιατί δε με γουστάρουν

Ξέρω γιατί δε με γουστάρουν οι μαζοποιημένοι. Η ανωμαλία μου ξεσηκώνει  αισθήματα ενοχής δια το διαζυγίον από την ελευθερίαν τους & παραλλήλως φόβου μήπως επέλεξαν κακώς, βιαζόμενοι μπροστά στο δρεπάνι της μοναξιάς & αυτο-ενδοσκόπησης. 

Διατί η μοναξιά απαιτεί βαρέα αυτοπεποίθησην την οποίαν σπανίως καλλιεργούν οι τόσο αλυσοδεμένοι από τας γνώμας αγνώστων & γνωστών άνθρωποι. Από ετεροπεποίθησην πάντως, είμαστε όλοι πτυχιούχοι: ξέρουμε τόσο καλά τους άλλους, τόσο καλά που τους θάβουμε ζωντανούς κιόλας είτε μας κάλεσαν είτε δεν μας κάλεσαν στην κηδεία.

Διατί η ενδοσκόπηση προϋποθέτει σκάψιμο εις τα έγκατα της κολάσεως, κάτω από την (ο)μορφην αλλά πονάει & αηδιάζει. Η παραχώρηση της μοναδικότητας ικανοποιεί την ανάγκη μας για νοηματοδότηση: «αχ δεν είμαι ο μόνος που σκέφτεται έτσι, άρα δε γίνεται να είμαι τρελός, δεν βρίσκομαι εκτός του νοήματος της ζωής!».

 Εγώ, βέβαια, ως ανώμαλος προτιμάω το δρεπάνι, την κορύφωση της πτώσης και την μετενσάρκωση… ή -καταλληλότερα- την μετεμψύχωση στο νέο γυαλιστερό μου είναι.

Και μόνη η μη εισχώρηση εις την μάζαν τους, συνιστά αμφισβήτηση της ορθότητας της αποφάσεως τους να ενταχθούν εν αυτή. Συνιστά εν τέλει αμφισβήτηση των ατόμων ως τέτοιων. Γι’ αυτό δε με γουστάρουν.

Λίγα νομικά για την Π και το Ισραήλ

“This is a unique colonialism that we’ve been subjected to where they have no use for us. The best Palestinian for them is either dead or gone. It’s not that they want to exploit us, or that they need to keep us there in the way of Algeria or South Africa as a subclass.”
— Edward Said, The Pen and the Sword 54 (1994).

TOWARD NAKBA AS A LEGAL CONCEPT – COLUMBIA LAW REVIEW: το 106 σελίδων άρθρο τεκμηριωμένο με 427 πηγές

columbia-law-review-palestine-board-website: η λογοκρισία, η ανελευθερία του λόγου και της αλήθειας

video games: νικώντας το κακό

Πόσο τυχαίο είναι το σενάριο ενός παιχνιδιού; Πόσο ταυτίζεται με την απατηλή αφήγηση της επικαιρότητας και της ιστορίας από τους συμφεροντολόγους; Πόσο συμβάλει ένα παιχνίδι στην εδραίωση της ξενοφοβίας; Του ξένου και του αγνώστου που διαρκώς μας απειλεί. Πως ευνοεί την τακτική του “εξωτερικού” ή “εσωτερικού” εχθρού; Πως ένα παιχνίδι δικαιολογεί και νομιμοποιεί το βαναυσότερο εργαλείο των ελίτ; Τον πόλεμο. Μπορεί ένα παιχνίδι να κανονικοποιήσει την αφαίρεση ανθρώπινης ζωής;

Η βιομηχανία των video-games, στην οποία ρέει χρήμα πολλαπλάσιο από ότι στου κινηματογράφου, υποκλίνεται.

Όταν μετέπειτα εμφανιστεί ο τάδε εκπρόσωπος των ελίτ (ή τσιράκι αυτών) και πει ότι ο Χ είναι ο “κακός” η επανεκκίνηση της εκπαίδευσης γίνεται αυτόματα: ορίστε ο… “τρομοκράτης” που απειλεί την ηρεμία της ανθρωπότητας. Ασχοληθείτε μ’ αυτόν.