“Ο στόχος του κατασταλτικού μηχανισμού μετατοπίστηκε. Πέρασε από την πάταξη του ανύπαρκτου πλέον ένοπλου στην εξάλειψη της αντίστασης υπαρκτών άοπλων. Των άοπλων διαδηλωτών, των άοπλων ακτιβιστών, των άοπλων καταληψιών, των άοπλων νεολαίων στις πλατείες με τις μη καθώς πρέπει συμπεριφορές. Όσοι επιμένουν ακόμη να εκφέρουν λόγο κριτικό, όσοι οργανώνουν αντιστάσεις ή εκφράζουν δημόσια μια διαφορετική κοσμοαντίληψη, όσοι υψώνουν ανάστημα, αποκαλούνται εκπρόσωποι μιας αταξίας που πρέπει να παταχθεί στο όνομα μιας τάξης με ιδεολογικό πρόσημο που όταν καθίσταται ανεξέλεγκτη ή υφίσταται εγγενείς πιέσεις επιβάλλεται τροφοδοτώντας ένα ανομολόγητο κοινωνικό χάος. Οι όροι αντιστρέφονται μπροστά στα μάτια μας. Η επικαλούμενη αποκατάσταση της τάξης είναι αταξία, εδραίωση της αποδιάρθρωσης της κοινωνικής και αστικής δικαιοσύνης. Επίκληση αξιών αντινομικών με την ουσία του ανθρώπου. Δεν νοείται τάξη χωρίς ελευθερία. Αποκατάσταση τάξης βασισμένη στην υποταγή μέσω του φόβου οδηγεί στο χάος.”
Αναστασία Τσουκαλά στη παρουσίαση του βιβλίου της “Ένοπλη πάλη μετά το Δεκέμβρη του 2008”.
Θυμάμαι πριν κάτι μήνες που ξαναβούτηξα στα νερά της χασούρας (μου συμβαίνει περιοδικά) οσμίζοντας γύρω μου μόνο ήττα. Και όταν κάτι χάνεις πρέπει να αναζητήσεις. Περίοδος αναζήτησης του εαυτού, λοιπόν. Και κάπως έπεσε στα χέρια μου ο Νίκος ο Καζατζάκης. Η αλήθεια είναι πως βαριέμαι τις περιγραφές υλικών, χρωμάτων, τοπίων αλλά κάτι στην έκφραση του με μάγεψε. Ακατανόητο, σκέφτηκα, γιατί ξέχασα πως η σκέψη και τα αισθήματα είναι σφιχτοδεμένα κοσμήματα στου υλικού κόσμου το σώμα και το αντίστροφο. Έτσι ταξίδεψα μέσα από ξένα, νεκρά πλέον, γεμάτα εκτίμηση μάτια. Των πάντων, μικρών και μεγάλων, ορατών και αοράτων. Πέρα από την αξιολογική κρίση. Και αυτό το τελευταίο είναι το δύσβατο σύνορο που μας χωρίζει από την κατανόηση, την αποτίμηση και εν τέλει την εκτίμηση…
Συνηθίζουμε να αγωνιούμε για την εξάλειψη όσων μας φαίνονται “κακά”, όσων δεν ομοφωνούν με τις φωνές στο κεφάλι μας. Θέλουμε να τα μεταμορφώσουμε στα μέτρα μας, μα τι αλαζονεία θεϊκή! Ξεχνάμε ότι είναι μέρος ενός συνόλου που περιέχει όσα μας αρέσουν και όσα μας τονώνουν τα ένστικτα για πράξεις μεγαλοπρεπείς. Ξεχνάμε ότι η ζωή και η ύπαρξη προχωράει μετά δόξας επί εκατομμυρίων ετών προσπερνώντας την επίμονη ματαιοδοξία μας. Σαμποτάρουμε τον εαυτό μας επειδή δεν μας καρφίτσωσαν στον κόσμο που θα θέλαμε. Αντί να ζήσουμε, αντί να σπρώξουμε προς τον κόσμο που θέλουμε, διατάζουμε τους άλλους να σπρώξουν προς τα εκεί όπου θέλουμε εμείς. Περισσότερο καταριόμαστε τη διαφορετικότητα των άλλων παρά πράττουμε εξυψώνοντας τη διαφορετικότητα μας στο έπακρο, εκεί όπου κείται το αξιοήμερο πρότυπο.
<< Χωρίς άγριες φωνές και χοντρόστομα κηρύγματα, ήσυχα, με την διδασκαλία του και με τη ζωή του, ο Δον Φραγκίσκος είχε αρχίσει το πάλεμα. Ιδρύει την “Ελεύτερη Εκπαιδευτική Σχολή”, την Alma mater, της σημερινής Ισπανίας. Θέλει να δημιουργήσει νέους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, καλλιεργώντας όχι μονάχα το νου, παρά την καρδιά και την ψυχή τους. Ως γνήσιος Ισπανός, ο Δον Φρανκίσκος δεν αγαπούσε τη μονόπλευρη καλλιέργεια του νου. τη θεωρούσε επικίντυνη, μισέρωνε τον άνθρωπο. Σκοπός του ήταν να δημιουργήσει ανθρώπους άρτιους, με σφιχτά αρμονισμένα τη σκέψη, το αίστημα και την πράξη.
Μια τέτοια Σχολή ήταν αληθινό απροσδόκητο θάμα μέσα, στα παπαδοκρατούμενα τότε σχολειά της Ισπανίας. Η χαρά, που είχε εξοριστεί απ’ όλα τούτα τ΄αγέλαστα, στενοκέφαλα, μουχλιασμένα δασκάλικα κεφάλια, κατέφυγεν εδώ, στην κούνια τούτη της ελευτερίας. Οι μαθητές του Δον Φραγκίσκου γελούσαν, έπαιζαν, έκαναν εκδρομές, κολυμπούσαν. Κι όταν μεγάλωσαν, είχαν πια δημιουργήσει μέσα τους μιαν άλλη Ισπανία, εντελώς διαφορετικιά από την Ισπανία γύρα τους. Ο πόλεμος άρχισε ανάμεσα στις δύο Ισπανίες -την ιδεατή και την πραγματική. Κι όπως πάντα γίνεται, στην αρχή νικούσε η πραγματική Ισπανία- με την οργάνωση της, με τους βασιλιάδες της, με το στρατό της, με τους παπάδες της, με τον αμόρφωτο λαό της. Μα, όπως πάντα γίνεται, η Ιδέα, γιομάτη πληγές και δάκρυα, σιγά σιγά προχωρούσε. Όσο τη βασάνιζαν και την κυνηγούσαν, τόσο αυτή αντρειεύουνταν και προχωρούσε. “Το άρωμα του λωτού, λέει μια ιντιάνικη παροιμία, ταξιδεύει σύμφωνα με τον άνεμο. το άρωμα της αγιότητας ταξιδεύει ενάντια στον άνεμο”. Προπάντων ενάντια στον άνεμο. Θαρρείς πως το καλό, για να πιάσει και να ριζώσει στην ψυχή του ανθρώπου, έχει ανάγκη να παλέψει και να αιματωθεί. Να έχει έναν οχτρό που να το αναγκάζει μέρα και νύχτα να μένει άγρυπνο και να μην παραδοθεί στη φυσική κλίση του κακού στον κόσμο. Συνεργάζεται, θέλοντας και μη, με το κακόκαι σπρώχνει τον άνθρωπο προς τ’ απάνω.
Αλίμονο αν χαθούν από τη γης η σκληρότητα, η αναίδεια κι η αδικία!>>[1]
Βραδινή σκέψη #2: Να καταδικάζεις τους ανθρώπους για την πρόθεση και όχι για την ανικανότητα ή αδυναμία τους. Να καταδικάζεις τους ανθρώπους επειδή θέλουν/δε θέλουν, όχι επειδή μπορούν/δε μπορούν.
Η καταδίκη της ανικανότητας είναι καταδίκη της διαφορετικότητας. Εδώ φαίνεται η ανεκτικότητα κυρίες και κύριοι.
Σε σκηνοθεσία Στέλιου Καμίτση, είναι απλή μα καθόλου απλοϊκή. Ήσυχη μα τόσο δυνατή. Χαλαρή μα… έκλαψα. Η αλήθεια είναι πως απαντήσεις δεν έχει. Αυτές ψάχνει… στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Γερμανία, σε αγνώστους ανθρώπους, στην δυνατή μουσική ανάμεσα σε τρέχοντα αυτοκίνητα, στο άθλημα που τελειοποίησε…
Με ένα road trip στην εσωτερική Λεωφόρο. Πώς μας θολώνουν τα συναισθήματα, τα αναγκαία και ανθρώπινα αυτά χαρίσματα, τα ξαναμμένα από το παρελθόν που όσο και να θέλουμε δε μας παρατάει, αράζει σιωπηλό -τόσο όσο αυτή η ταινία- στοκάροντας μας όπως στοκαρουμε εμείς την ταινία -αν δεν εισαι αρσενικό μάλλον γνωρίζεις πόσο τρομακτικό είναι το stalking. Εξαιτίας τους ίσως πάρουμε λάθος δρόμο, ίσως λάβουμε αποφάσεις που μεταγενέστερα θα μετανιώσουμε… ίσως τρακάρουμε και παρατήσουμε την οδήγηση. Και μείνουμε για πάντα και εις το εξής αμετακίνητα, πεπεισμένα για την τελειότητα της αδιαλαξίας μας, αδιαφορόντας για το τι κρύβεται πίσω από λόφους, εκεί που δε βλέπουμε. Τι δυνατότητες υπάρχουν, τι επιλογές; Άπειρες και εις τα πάντα; Όχι. Πάντως οριζόμαστε από τις επιλογές που απορρίπτουμε και τις επιλογές που δημιουργήσαμε. Από τι ξεφύγαμε; Από ποια κακή εκδοχή του εαυτού μας δραπετεύσαμε; Πως πετάξαμε με τη σειρά μας από το αεροδρόμιο της απώλειας των αγαπημένων; Που προσγειωθήκαμε;
Γι’ αυτό ψάχνουμε όσο κι αν το αρνούμαστε έναν άνθρωπο ο οποίος θα βλέπει το δρόμο μας καθαρά. Και αν τον αφήσουμε για λίγο να οδηγήσει, υπό τον έλεγχο και τη συναίνεση μας φυσικά, ίσως να μας οδηγήσει σε νέους δρόμους που δεν είχαμε φανταστεί. Σε μέρη τόσο όμορφα που το comfort zone μας θα απέρριπτε να εξερευνήσει. Ένας άνθρωπος που μέχρι πριν μερικές μέρες ή έτη ήταν ανύπαρκτος για εμάς, μπορεί τώρα να δίνει νόημα στην ύπαρξη μας… όχι δε μιλάω για έρωτα ή τουλάχιστον όχι “μόνο” για αυτή την πτυχή της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, μιλάω για τη σταγόνα που θα ρίξει στον πολύχρονο καμβά μας και θα τον κάνει έργο τέχνης. Μιλάω για την ασφάλεια που θα μας δώσει και μόνο η εντύπωση της ευτυχίας. Ευτυχία είναι… η ασφάλεια, η απουσία φόβου και άγχους. Και αυτά τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, οι μέρες… γι’ αυτές τις σχισμές στην ρουτίνα της ανασφάλειας ζούμε.
Κι αν χαθεί αυτός ο άνθρωπος; Τότε γιατί δε περιμένεις τον επόμενο; Ανυπόμονη σταγόνα.
Οι σχέσεις οι ειλικρινής, όταν η ανάγκη για συντροφιά, για ξερατό όλων όσων αιώνες καταπίναμε, σπάει το γύψο της προκατάληψης. Αυτές οι σχέσεις είναι ζωτικές.
Το ίδιο μοτίβο μετά από κάθε μεγάλο τραγικό γεγονός. Κλάψα, κρίμα και τα λέμε την επόμενη φορά που ζωές θα χαθούν. Γιατί, όμως, το κάνουμε αυτό; Μα γιατί είναι πιο εύκολο. Διότι μεταγενέστερα του συμβάντος, η συμπεριφορά μας είναι εύκολα “κοινωνικώς ορθή”. Θα ρίξουμε την κλάψα μας μέσω μιας πετυχημένης πένθιμης φωτογραφίας στο στόρι μας, θα αναστενάξουμε “κρίμα” στους επίσης -ξαφνικά- πενθούντες που θα συναναστραφούμε τις γύρω μέρες και θα διατηρήσουμε “πολλών λεπτών σιγή”… ως προς τις ευθύνες. “Μη τα κάνετε όλα πολιτικά”, “δε ντρέπεστε” και λοιπά.
Όταν φτάσουμε στο σημείο που δε θα πέφτουμε απ’ τα σύννεφα με τα μαθηματικώς αναμενόμενα αποτελέσματα πολιτικών επιλογών και τέτοια γεγονότα θα αποτελούν αποδείξεις εγκληματικών ενεργειών, τότε θα σκάμε και θα οδηγούμε τους αυτουργούς στον αγύριστο. Σιωπηλά.
Στις 15 Φεβρουαρίου 2023, λίγες εβδομάδες πριν τη τραγωδία στα Τέμπη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει την Ελλάδα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μη τήρηση των κανόνων για τους σιδηροδρόμους.
Απόσπασμα μαρτυρίας ακατάγραφου/ανεντόπιστου άλλη φορά ατόμου Συριακής ιθαγένειας, με σωματική αναπηρία. Τόπος εντοπισμού πλησίον της Ορεστιάδας, κοντά στο χωριό Πρωτοκκλήσι. Αριθμός επιστραφέντων >100.
«Έχω αναπηρία στο αριστερό μου χέρι. Δεν μπορώ να το χρησιμοποιήσω από τον αγκώνα μέχρι την παλάμη λόγω βομβαρδισμού στη Συρία. Ο αδερφός μου αρρώστησε και δεν μπορούσε να προχωρήσει. Γι’ αυτό αποχωριστήκαμε από τους υπόλοιπους και ζητήσαμε βοήθεια (κλήση στον αριθμό 112). […] Μας ανάγκασαν με τη βία και ξυλοδαρμούς να μπούμε σε βαν, περίπου 20 άτομα στοιβαγμένοι μέσα στο βαν χωρίς φως και χωρίς φρέσκο αέρα. Ο αδερφός μου άρχισε να δυσκολεύεται ακόμη πιο πολύ να αναπνεύσει. Κρατούσα τον αδερφό μου στην αγκαλιά μου όταν άκουσα τον επιθανάτιο ρόγχο του. Του φώναξα ΕΚΡΑΜ ΕΚΡΑΜ!, ένιωσα το σώμα του να βαραίνει και ο αδερφός μου έπεσε νεκρός από την αγκαλιά μου. Απελπισμένος προσπάθησα να του κάνω τεχνητές αναπνοές μέσα στο βαν, ενώ φώναζα για βοήθεια.
Λίγα λεπτά μετά, το βαν σταμάτησε και οι ένστολοι που οδηγούσαν το βαν μας έβγαλαν με τη βία από το βαν, συμπεριλαμβανομένου εμού και του νεκρού αδελφού μου. Ξάπλωσα το νεκρό αδελφό μου στο χώμα απελπισμένος ζητώντας βοήθεια. Ήρθε ένας από τους κρατούμενους αυτοβούλως και αφού τον εξέτασε μου είπε ότι πιθανόν έχει πεθάνει από εσωτερική αιμορραγία. Οι ελληνικές Αρχές είδαν τον αδελφό μου νεκρό στο χώμα, αλλά δεν έκαναν τίποτα για τη μεταφορά του έστω και τώρα στο νοσοκομείο. Σέρνοντας με μια κουβέρτα τη σορό του αδερφού μου αναγκάστηκα να περπατήσω μέχρι την όχθη του ποταμού. Κατάλαβα ότι ξεκίνησε επιχείρηση επαναπροώθησής μας στην Τουρκία. (…) Μετά ήρθε ο μάλλον επικεφαλής της ομάδας και είπε στους άλλους μισθοφόρους να ρίξουν το πτώμα στο ποτάμι. Επέμεινα ότι θέλω τον αδερφό μου να τον πάρω μαζί μου στην Τουρκία και εκείνος μού είπε να φύγω και στη συνέχεια με χτύπησε με ξύλο στο κεφάλι, πλάτη, πόδι, φώναξε δύο άλλους μισθοφόρους και μού είπε να με σύρουν, ενώ ο επικεφαλής με απείλησε με το όπλο στο κεφάλι και μού είπε να γονατίσω και συνέχισε να με χτύπησε με το ξύλο. Ήμουν σε σοκ αλλά συνέχισα να επιμένω να πάρω ο ίδιος τη σορό του αδερφού μου. […] Την τελευταία φορά, όταν αρνήθηκα να επιβιβαστώ στην βάρκα της επαναπροώθησης χωρίς τη σορό του αδερφού μου, με κλώτσησαν και με έριξαν στο ποτάμι (…)[1]