Το πρώτο κύμα

Ξεκινήσαμε να περπατάμε στην άμμο

Κόσμος, μουσική

και κάποιοι άνθρωποι να γελάνε λίγο πιο εκεί

Σε έχω δίπλα μου και περπατάμε

Πάμε προς τη θάλασσα

Οι ήχοι γύρω μας δε μας απασχολούν και πολύ

Κάποιες φορές μας αρέσουν και λίγο

Αμέσως μετά, το μετανιώνουμε

 

Ένα σημείωμα που γράφει “εμείς θα φύγουμε”

δύο φωτογραφίες μες στο πορτοφόλι

Μια καθαρή ματιά που μου φωνάζει “κοίτα με”

Είμαστε εσύ κι εγώ, να παν να γαμηθούν οι ρόλοι

 

Δεν είχαμε από την αρχή θέση εδώ

μισείς όπως εγώ και δε σε γεμίζουν αυτοί οι δρόμοι

Θέλεις να ακολουθείς δικά σου μονοπάτια

και δε σ’απασχόλησε ποτέ αν θα σε ψάχνουν όλοι

 

Όποιος αγάπησε τη θάλασσα σεβάστηκε τα κύματα

τις φουρτούνες, τα λάθη και τα προβλήματα

Δε σε κρατάω γιατί κολυμπάς υπέροχα

Έγινα φάρος να μην έχεις να φοβάσαι τίποτα

 

Βλέπω ορίζοντα, τίποτα δε μ’ορίζει πια

κι ό,τι ήθελε να μ’αλλάξει το άλλαξα ριζικά

Εμείς μισήσαμε τα τυπικά κι αχρείαστα

γιατί ο ήλιος ανατέλλει φυσικά κι αβίαστα

 

Εσύ μου έλεγες “βήμα βήμα”

Τα μάτια σου μου έλεγαν “βούτα με τη μία”

κι όσο άγγιζα το νερό, ο ήλιος μ’έκαιγε

κι ανέβαζα διαρκώς θερμοκρασία μα δε μ’ένοιαζε

 

Δε θα περίμενα πότε θα καλοκαίριαζε

Έχω πατέρα τη βροχή, μάνα τα σύννεφα

Σου είπα “έλα να βουτήξουμε όπως είμαστε”

κι ήταν ό,τι πιο όμορφο έχω κάνει μέχρι σήμερα

 

Βλέπω τα πάντα θολά κάτω απ’το νερό

μα ο βυθός δεν καταλαβαίνει από κύματα

Κοιτάω την αναταραχή στην επιφάνεια

Δε φτάνει για να επηρεάσει τίποτα

 

Νιώθω πως από δω μπορώ να σ’ακούσω καλύτερα

Όλα λειτουργούνε στην εντέλεια να λειτουργούν αντίθετα

Πλέον δε με νοιάζει να πετάξω

γιατί αναπνέω από τη μέρα που βυθίστηκα

 

Δε σ’ έχω ανάγκη μα το θέλω πολύ

κι ό,τι κοιτάζω έχω τρόπο να το πιάσω, στο’χα πει

Λίγο πριν από την αυγή, σιγή

Μιλούσανε τα μάτια τόσο που το στόμα δεν έβρισκε λόγια για να πει

 

Μ’ηρεμείς όσο κανείς κι είναι ό,τι πιο όμορφο

Για μένα τίποτα δεν ήταν αυτονόητο

Έψαχνα τρόπους να με κάνω κατανοητό για χρόνια

μα συνήθως κατέληγα σε μαντρότοιχο

 

Είναι ευτυχία να σε δέχονται ολόκληρο

κι αλήθεια είναι απ’τα συναισθήματα που μου’χουν λείψει

Παίζω ξύλο κάθε μέρα με τον εαυτό μου

κάθε φορά που προσπαθεί κάποιο κομμάτι μου ν’απορρίψει

 

Δε μπορώ να χωρέσω στην αγκαλιά μου

μα στη δική σου νιώθω πως κουμπώνω τόσο ήσυχα

Σ’ευχαριστώ γιατί ένιωσα ξανά παιδί

μπροστά σ’αυτό που προσπαθώ να αποτυπώσω σε δυο δίστιχα

 

κι αφού είμαι ολόκληρος, μπορώ να λέω πως νίκησα

Δε λείπει τίποτα, τα πάντα είναι στα χέρια μου

Ένιωσα τόση ζέστη μες στο καταχείμωνο

που πλέον δε μου λένε και τόσα τα καλοκαίρια μου

 

Εξάλλου τι καιρό κάνει στον κόσμο;

Όλα είναι σχετικά, περαστικά και φεύγουνε

κι εγώ παγώνω τις στιγμές μου μες στο χρόνο

γιατί μόνο όσα γράφω στο τέλος κοντά μου μένουνε

 

κι άμα κάποτε τελειώσει το οξυγόνο

κι οι ανάσες μας κοντεύουν να κοπούν

να μην τα βάλεις με τη φύση και το χρόνο

Ακόμα κι αν κάνω τα πάντα, ίσως τα πάντα δεν αρκούν

 

Χαμογέλα μου και βγες στην επιφάνεια

κι εγώ θα γίνω φως για να φτάσεις ως την ακτή

Μία στιγμή είναι αρκετή για να φέρει τούμπα το χρόνο

αλλά ο χρόνος δεν αλλάζει τη στιγμή

 

Τα πόδια μας βρέχονται στο πρώτο κύμα που σκάει για πρώτη φορά πάνω μας

Αυτό είναι το πρώτο μας βήμα στο νερό

Αυτό είναι το πρώτο μας κύμα σου λέω

Είναι δικό μας

Εμένα μου αρέσει το νερό

και ίσως να σου αρέσει και σένα τελικά

Έχω κι εγώ τις αμφιβολίες μου, δε φταίω

Η αμηχανία της αρχής μπερδεύει τα συμπεράσματα που βγάζω

και χωρίς να το καταλάβω το νερό έχει φτάσει στα γόνατα

και είμαι σίγουρη πια ότι θες να προχωρήσουμε κι άλλο

Ο λίγος κόσμος που ήταν έξω απομακρύνεται από εμάς

κι εμείς από εκείνον

και οι ήχοι σιγά σιγά σβήνουν

και χάνονται

Δε μιλάμε τόσο

όχι επειδή το νερό είναι κρύο και μας κόβει την ανάσα

ίσως επειδή εμείς είμαστε τόσο ζεστοί

και δε μας νοιάζει

Σχεδόν μας ανακουφίζει

τόσο

που μουδιάζει η γλώσσα μας

Το νερό ανεβαίνει σιγά σιγά και βρέχει πρώτα τον αφαλό μου και μετά τον δικό σου

Είσαι πιο ψηλός βλέπεις

κι εγώ συνήθιζα να βουτάω πρώτη στα πράγματα

Με κοιτάς, με ρωτάς αν είμαι έτοιμη

Το βλέμμα μου λέει “ναι”

κι εγώ φυσικά, “όχι”

Ποτέ δεν άκουγες τι έλεγα

Προτιμούσες να μιλάς με τα μάτια μου

κι έτσι όπως με κοιτάς, τα χέρια σου πιάνουν τη μέση μου

και με κολλάς πάνω σου

και τα δύο σώματα

γίνονται ένα

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βουτάμε στο βυθό

Δεν ακούω τίποτα πια

Ησυχία

Δεν ήξερα ότι η ησυχία ακούγεται τόσο δυνατά

Δεν ήξερα ότι μπορείς να μου μιλήσεις και κάτω απ’το νερό

Τώρα ξέρω

Νόμιζα ότι βουτάω πρώτη πάντα

αλλά για δες που καμιά φορά κάποιος άλλος

με μία κίνηση έκπληξη

μπορεί να σε βυθίσει γρηγορότερα

σε μόλις ένα δεύτερο

και ό,τι διαφορά ύψους και να έχετε στον έξω κόσμο

να βρίσκεστε εκεί κάτω

μαζί

στο ίδιο ακριβώς επίπεδο

χαμένοι απ’όλα

χωμένοι

και βυθισμένοι

ο ένας στον άλλον

τόσο ήσυχα

που δε θες να πάρεις ούτε ανάσα

κι ας μπορείς

Αν μπορείς, μείνε λίγο ακόμα εδώ

Έχουμε τόσα να πούμε

Πέρα από την αξιολογική κρίση

Θυμάμαι πριν κάτι μήνες που ξαναβούτηξα στα νερά της χασούρας (μου συμβαίνει περιοδικά) οσμίζοντας γύρω μου μόνο ήττα. Και όταν κάτι χάνεις πρέπει να αναζητήσεις. Περίοδος αναζήτησης του εαυτού, λοιπόν. Και κάπως έπεσε στα χέρια μου ο Νίκος ο Καζατζάκης. Η αλήθεια είναι πως βαριέμαι τις περιγραφές υλικών, χρωμάτων, τοπίων αλλά κάτι στην έκφραση του με μάγεψε. Ακατανόητο, σκέφτηκα, γιατί ξέχασα πως η σκέψη και τα αισθήματα είναι σφιχτοδεμένα κοσμήματα στου υλικού κόσμου το σώμα και το αντίστροφο. Έτσι ταξίδεψα μέσα από ξένα, νεκρά πλέον, γεμάτα εκτίμηση μάτια. Των πάντων, μικρών και μεγάλων, ορατών και αοράτων. Πέρα από την αξιολογική κρίση. Και αυτό το τελευταίο είναι το δύσβατο σύνορο που μας χωρίζει από την κατανόηση, την αποτίμηση και εν τέλει την εκτίμηση…

Συνηθίζουμε να αγωνιούμε για την εξάλειψη όσων μας φαίνονται “κακά”, όσων δεν ομοφωνούν με τις φωνές στο κεφάλι μας. Θέλουμε να τα μεταμορφώσουμε στα μέτρα μας, μα τι αλαζονεία θεϊκή! Ξεχνάμε ότι είναι μέρος ενός συνόλου που περιέχει όσα μας αρέσουν και όσα μας τονώνουν τα ένστικτα για πράξεις μεγαλοπρεπείς. Ξεχνάμε ότι η ζωή και η ύπαρξη προχωράει μετά δόξας επί εκατομμυρίων ετών προσπερνώντας την επίμονη ματαιοδοξία μας. Σαμποτάρουμε τον εαυτό μας επειδή δεν μας καρφίτσωσαν στον κόσμο που θα θέλαμε. Αντί να ζήσουμε, αντί να σπρώξουμε προς τον κόσμο που θέλουμε, διατάζουμε τους άλλους να σπρώξουν προς τα εκεί όπου θέλουμε εμείς. Περισσότερο καταριόμαστε τη διαφορετικότητα των άλλων παρά πράττουμε εξυψώνοντας τη διαφορετικότητα μας στο έπακρο, εκεί όπου κείται το αξιοήμερο πρότυπο.

<< Χωρίς άγριες φωνές και χοντρόστομα κηρύγματα, ήσυχα, με την διδασκαλία του και με τη ζωή του, ο Δον Φραγκίσκος είχε αρχίσει το πάλεμα. Ιδρύει την “Ελεύτερη Εκπαιδευτική Σχολή”, την Alma mater, της σημερινής Ισπανίας. Θέλει να δημιουργήσει νέους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, καλλιεργώντας όχι μονάχα το νου, παρά την καρδιά και την ψυχή τους. Ως γνήσιος Ισπανός, ο Δον Φρανκίσκος δεν αγαπούσε τη μονόπλευρη καλλιέργεια του νου. τη θεωρούσε επικίντυνη, μισέρωνε τον άνθρωπο. Σκοπός του ήταν να δημιουργήσει ανθρώπους άρτιους, με σφιχτά αρμονισμένα τη σκέψη, το αίστημα και την πράξη.

Μια τέτοια Σχολή ήταν αληθινό απροσδόκητο θάμα μέσα, στα παπαδοκρατούμενα τότε σχολειά της Ισπανίας. Η χαρά, που είχε εξοριστεί απ’ όλα τούτα τ΄αγέλαστα, στενοκέφαλα, μουχλιασμένα δασκάλικα κεφάλια, κατέφυγεν εδώ, στην κούνια τούτη της ελευτερίας. Οι μαθητές του Δον Φραγκίσκου γελούσαν, έπαιζαν, έκαναν εκδρομές, κολυμπούσαν. Κι όταν μεγάλωσαν, είχαν πια δημιουργήσει μέσα τους μιαν άλλη Ισπανία, εντελώς διαφορετικιά από την Ισπανία γύρα τους. Ο πόλεμος άρχισε ανάμεσα στις δύο Ισπανίες -την ιδεατή και την πραγματική. Κι όπως πάντα γίνεται, στην αρχή νικούσε η πραγματική Ισπανία- με την οργάνωση της, με τους βασιλιάδες της, με το στρατό της, με τους παπάδες της, με τον αμόρφωτο λαό της. Μα, όπως πάντα γίνεται, η Ιδέα, γιομάτη πληγές και δάκρυα, σιγά σιγά προχωρούσε. Όσο τη βασάνιζαν και την κυνηγούσαν, τόσο αυτή αντρειεύουνταν και προχωρούσε. “Το άρωμα του λωτού, λέει μια ιντιάνικη παροιμία, ταξιδεύει σύμφωνα με τον άνεμο. το άρωμα της αγιότητας ταξιδεύει ενάντια στον άνεμο”. Προπάντων ενάντια στον άνεμο. Θαρρείς πως το καλό, για να πιάσει και να ριζώσει στην ψυχή του ανθρώπου, έχει ανάγκη να παλέψει και να αιματωθεί. Να έχει έναν οχτρό που να το αναγκάζει μέρα και νύχτα να μένει άγρυπνο και να μην παραδοθεί στη φυσική κλίση του κακού στον κόσμο. Συνεργάζεται, θέλοντας και μη, με το κακό και σπρώχνει τον άνθρωπο προς τ’ απάνω.

Αλίμονο αν χαθούν από τη γης η σκληρότητα, η αναίδεια κι η αδικία!>>[1]

[1] Ταξιδεύοντας Ισπανία, Νίκος Καζαντάκης, 1937

 

Πρόθεση και ανικανότητα

Βραδινή σκέψη #2: Να καταδικάζεις τους ανθρώπους για την πρόθεση και όχι για την ανικανότητα ή αδυναμία τους. Να καταδικάζεις τους ανθρώπους επειδή θέλουν/δε θέλουν, όχι επειδή μπορούν/δε μπορούν.

Η καταδίκη της ανικανότητας είναι καταδίκη της διαφορετικότητας. Εδώ φαίνεται η ανεκτικότητα κυρίες και κύριοι.

The man with the answers

Σε σκηνοθεσία Στέλιου Καμίτση, είναι απλή μα καθόλου απλοϊκή. Ήσυχη μα τόσο δυνατή. Χαλαρή μα… έκλαψα. Η αλήθεια είναι πως απαντήσεις δεν έχει. Αυτές ψάχνει… στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Γερμανία, σε αγνώστους ανθρώπους, στην δυνατή μουσική ανάμεσα σε τρέχοντα αυτοκίνητα, στο άθλημα που τελειοποίησε…

Με ένα road trip στην εσωτερική Λεωφόρο. Πώς μας θολώνουν τα συναισθήματα, τα αναγκαία και ανθρώπινα αυτά χαρίσματα, τα ξαναμμένα από το παρελθόν που όσο και να θέλουμε δε μας παρατάει, αράζει σιωπηλό -τόσο όσο αυτή η ταινία- στοκάροντας μας όπως στοκαρουμε εμείς την ταινία -αν δεν εισαι αρσενικό μάλλον γνωρίζεις πόσο τρομακτικό είναι το stalking. Εξαιτίας τους ίσως πάρουμε λάθος δρόμο, ίσως λάβουμε αποφάσεις που μεταγενέστερα θα μετανιώσουμε… ίσως τρακάρουμε και παρατήσουμε την οδήγηση. Και μείνουμε για πάντα και εις το εξής αμετακίνητα, πεπεισμένα για την τελειότητα της αδιαλαξίας μας, αδιαφορόντας για το τι κρύβεται πίσω από λόφους, εκεί που δε βλέπουμε. Τι δυνατότητες υπάρχουν, τι επιλογές; Άπειρες και εις τα πάντα; Όχι. Πάντως οριζόμαστε από τις επιλογές που απορρίπτουμε και τις επιλογές που δημιουργήσαμε. Από τι ξεφύγαμε; Από ποια κακή εκδοχή του εαυτού μας δραπετεύσαμε; Πως πετάξαμε με τη σειρά μας από το αεροδρόμιο της απώλειας των αγαπημένων; Που προσγειωθήκαμε;

Γι’ αυτό ψάχνουμε όσο κι αν το αρνούμαστε έναν άνθρωπο ο οποίος θα βλέπει το δρόμο μας καθαρά. Και αν τον αφήσουμε για λίγο να οδηγήσει, υπό τον έλεγχο και τη συναίνεση μας φυσικά, ίσως να μας οδηγήσει σε νέους δρόμους που δεν είχαμε φανταστεί. Σε μέρη τόσο όμορφα που το comfort zone μας θα απέρριπτε να εξερευνήσει. Ένας άνθρωπος που μέχρι πριν μερικές μέρες ή έτη ήταν ανύπαρκτος για εμάς, μπορεί τώρα να δίνει νόημα στην ύπαρξη μας… όχι δε μιλάω για έρωτα ή τουλάχιστον όχι “μόνο” για αυτή την πτυχή της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, μιλάω για τη σταγόνα που θα ρίξει στον πολύχρονο καμβά μας και θα τον κάνει έργο τέχνης. Μιλάω για την ασφάλεια που θα μας δώσει και μόνο η εντύπωση της ευτυχίας. Ευτυχία είναι… η ασφάλεια, η απουσία φόβου και άγχους. Και αυτά τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, οι μέρες… γι’ αυτές τις σχισμές στην ρουτίνα της ανασφάλειας ζούμε.

Κι αν χαθεί αυτός ο άνθρωπος; Τότε γιατί δε περιμένεις τον επόμενο; Ανυπόμονη σταγόνα.

Οι σχέσεις οι ειλικρινής, όταν η ανάγκη για συντροφιά, για ξερατό όλων όσων αιώνες καταπίναμε, σπάει το γύψο της προκατάληψης. Αυτές οι σχέσεις είναι ζωτικές.