Θυμάμαι πριν κάτι μήνες που ξαναβούτηξα στα νερά της χασούρας (μου συμβαίνει περιοδικά) οσμίζοντας γύρω μου μόνο ήττα. Και όταν κάτι χάνεις πρέπει να αναζητήσεις. Περίοδος αναζήτησης του εαυτού, λοιπόν. Και κάπως έπεσε στα χέρια μου ο Νίκος ο Καζατζάκης. Η αλήθεια είναι πως βαριέμαι τις περιγραφές υλικών, χρωμάτων, τοπίων αλλά κάτι στην έκφραση του με μάγεψε. Ακατανόητο, σκέφτηκα, γιατί ξέχασα πως η σκέψη και τα αισθήματα είναι σφιχτοδεμένα κοσμήματα στου υλικού κόσμου το σώμα και το αντίστροφο. Έτσι ταξίδεψα μέσα από ξένα, νεκρά πλέον, γεμάτα εκτίμηση μάτια. Των πάντων, μικρών και μεγάλων, ορατών και αοράτων. Πέρα από την αξιολογική κρίση. Και αυτό το τελευταίο είναι το δύσβατο σύνορο που μας χωρίζει από την κατανόηση, την αποτίμηση και εν τέλει την εκτίμηση…
Συνηθίζουμε να αγωνιούμε για την εξάλειψη όσων μας φαίνονται “κακά”, όσων δεν ομοφωνούν με τις φωνές στο κεφάλι μας. Θέλουμε να τα μεταμορφώσουμε στα μέτρα μας, μα τι αλαζονεία θεϊκή! Ξεχνάμε ότι είναι μέρος ενός συνόλου που περιέχει όσα μας αρέσουν και όσα μας τονώνουν τα ένστικτα για πράξεις μεγαλοπρεπείς. Ξεχνάμε ότι η ζωή και η ύπαρξη προχωράει μετά δόξας επί εκατομμυρίων ετών προσπερνώντας την επίμονη ματαιοδοξία μας. Σαμποτάρουμε τον εαυτό μας επειδή δεν μας καρφίτσωσαν στον κόσμο που θα θέλαμε. Αντί να ζήσουμε, αντί να σπρώξουμε προς τον κόσμο που θέλουμε, διατάζουμε τους άλλους να σπρώξουν προς τα εκεί όπου θέλουμε εμείς. Περισσότερο καταριόμαστε τη διαφορετικότητα των άλλων παρά πράττουμε εξυψώνοντας τη διαφορετικότητα μας στο έπακρο, εκεί όπου κείται το αξιοήμερο πρότυπο.
<< Χωρίς άγριες φωνές και χοντρόστομα κηρύγματα, ήσυχα, με την διδασκαλία του και με τη ζωή του, ο Δον Φραγκίσκος είχε αρχίσει το πάλεμα. Ιδρύει την “Ελεύτερη Εκπαιδευτική Σχολή”, την Alma mater, της σημερινής Ισπανίας. Θέλει να δημιουργήσει νέους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, καλλιεργώντας όχι μονάχα το νου, παρά την καρδιά και την ψυχή τους. Ως γνήσιος Ισπανός, ο Δον Φρανκίσκος δεν αγαπούσε τη μονόπλευρη καλλιέργεια του νου. τη θεωρούσε επικίντυνη, μισέρωνε τον άνθρωπο. Σκοπός του ήταν να δημιουργήσει ανθρώπους άρτιους, με σφιχτά αρμονισμένα τη σκέψη, το αίστημα και την πράξη.
Μια τέτοια Σχολή ήταν αληθινό απροσδόκητο θάμα μέσα, στα παπαδοκρατούμενα τότε σχολειά της Ισπανίας. Η χαρά, που είχε εξοριστεί απ’ όλα τούτα τ΄αγέλαστα, στενοκέφαλα, μουχλιασμένα δασκάλικα κεφάλια, κατέφυγεν εδώ, στην κούνια τούτη της ελευτερίας. Οι μαθητές του Δον Φραγκίσκου γελούσαν, έπαιζαν, έκαναν εκδρομές, κολυμπούσαν. Κι όταν μεγάλωσαν, είχαν πια δημιουργήσει μέσα τους μιαν άλλη Ισπανία, εντελώς διαφορετικιά από την Ισπανία γύρα τους. Ο πόλεμος άρχισε ανάμεσα στις δύο Ισπανίες -την ιδεατή και την πραγματική. Κι όπως πάντα γίνεται, στην αρχή νικούσε η πραγματική Ισπανία- με την οργάνωση της, με τους βασιλιάδες της, με το στρατό της, με τους παπάδες της, με τον αμόρφωτο λαό της. Μα, όπως πάντα γίνεται, η Ιδέα, γιομάτη πληγές και δάκρυα, σιγά σιγά προχωρούσε. Όσο τη βασάνιζαν και την κυνηγούσαν, τόσο αυτή αντρειεύουνταν και προχωρούσε. “Το άρωμα του λωτού, λέει μια ιντιάνικη παροιμία, ταξιδεύει σύμφωνα με τον άνεμο. το άρωμα της αγιότητας ταξιδεύει ενάντια στον άνεμο”. Προπάντων ενάντια στον άνεμο. Θαρρείς πως το καλό, για να πιάσει και να ριζώσει στην ψυχή του ανθρώπου, έχει ανάγκη να παλέψει και να αιματωθεί. Να έχει έναν οχτρό που να το αναγκάζει μέρα και νύχτα να μένει άγρυπνο και να μην παραδοθεί στη φυσική κλίση του κακού στον κόσμο. Συνεργάζεται, θέλοντας και μη, με το κακό και σπρώχνει τον άνθρωπο προς τ’ απάνω.
Αλίμονο αν χαθούν από τη γης η σκληρότητα, η αναίδεια κι η αδικία!>>[1]
[1] Ταξιδεύοντας Ισπανία, Νίκος Καζαντάκης, 1937