Επίλογος
Η στρατηγική του «διαίρει και βασίλευε» ήταν από την αρχαιότητα ένας εκ των προσφορότερων τρόπων για να περιφρουρούν οι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες την εξουσία τους. Ο διαχωρισμός σε μικρότερες ομάδες δημιουργεί καχυποψία, δυσχεραίνει το σχηματισμό συμμαχιών, επομένως η εμπιστοσύνη τους αντί να στρέφεται δίπλα, προς τις άλλες ομάδες ή άτομα, μετατοπίζεται προς τα πάνω, στους κυρίαρχους. Πρόκειται για μια τόσο επιτυχημένη τακτική που χρησιμοποιήθηκε με σαρωτικές επιπτώσεις σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας και σε ολόκληρο τον κόσμο, από τον Ιούλιο Καίσαρα στην αρχαία Ρώμη μέχρι τους Βρετανούς αποικιοκράτες στην Ασία και την Αφρική. Σήμερα, χρησιμοποιείται από εθνικιστές ηγέτες, που σπέρνουν φόβο γύρω από τη μετανάστευση και τις μειονότητες.
Η διάσπαση είναι, μεταξύ άλλων, αυτή που δίνει στην πατριαρχία την δύναμη της. Η ζημιά που προκαλείται από την έμφυλη καταπίεση δεν είναι μόνο οικονομική ή σωματική – είναι συναισθηματική και ψυχολογική. Η αποξένωση των θυγατέρων από τους γονείς τους, η συναισθηματική απομάκρυνση των συζύγων και η δαιμονοποίηση όσων δεν συμμορφώνονται με τα στενά πρότυπα των φύλων, έχει ως αποτέλεσμα να καλλιεργείται ο φόβος και το μίσος για τους ίδιους τους ανθρώπους στους οποίους βρίσκουμε υποστήριξη και παρηγοριά. Γνωρίζουμε ότι μπορούμε να αγαπήσουμε και να εμπιστευτούμε τους ανθρώπους γύρω μας – η επιβίωσή μας ως κοινωνικό είδος εξαρτήθηκε από αυτό – όμως αυτή η αποσκοπούσα στον έλεγχο διαίρεση των ανθρώπων, ενορχηστρώνεται για να μας κάνει να πιστεύουμε ότι αυτό είναι αδύνατο. Έχει σαμποτάρει τις πιο στενές μας σχέσεις.
Ο πατριαρχικός έλεγχος δεν διαφέρει, κατά μία έννοια, από οποιονδήποτε άλλο. Αυτό που τον διαφοροποιεί είναι ότι λειτουργεί και στο επίπεδο της οικογένειας. Η μακιαβελική του δύναμη έγκειται στο γεγονός ότι μετατρέπει τους πιο κοντινούς μας ανθρώπους σε εχθρούς, με έναν τόσο ύπουλο τρόπο, ώστε το θεωρούμε ως κάτι αναμενόμενο. Η εξέλιξη αυτής της στρατηγικής ανιχνεύεται στις πρακτικές της πατρογραμμικότητας και της πατροτοπικότητας, που απαιτούσαν να χωρίζονται οι γυναίκες από την παιδική τους ηλικία από τους συγγενείς τους, καθώς και στη βαναυσότητα της αιχμαλωσίας που οδηγούσε στην απανθρωποποίηση. Βλέπουμε ότι αυτές οι πρακτικές του αποχωρισμού και του ελέγχου συνδέονται με σημερινούς νόμους και πεποιθήσεις.
Αλλά δεν μπορούμε να εικάσουμε ότι αυτό ίσχυε σε όλο τον κόσμο. Τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε αυτόματα. Σε ορισμένες περιοχές, τα πατριαρχικά συστήματα είναι χιλιάδων ετών. Σε άλλες, έχουν καθιερωθεί, ή σε ορισμένες περιπτώσεις επανήλθαν, μόλις λίγους αιώνες πριν.
Η πατριαρχία ως ενιαίο φαινόμενο δεν υφίσταται, λοιπόν, πραγματικά. Αντίθετα, υπάρχουν για την ακρίβεια πολλαπλές πατριαρχίες, οι οποίες διαμορφώνονται από κλωστές που υφαίνονται διακριτικά σε διαφορετικούς πολιτισμούς και εξαρτώνται από τις τοπικές δομές εξουσίας και τα ισχύοντα συστήματα ανισότητας. Η ανθρώπινη κατηγοριοποίηση και οι έμφυλοι νόμοι θεσμοθετήθηκαν από τα κράτη. Η δουλεία επηρέασε τον πατροτοπικό γάμο. Οι αυτοκρατορίες εξήγαγαν την έμφυλη καταπίεση σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Ο καπιταλισμός επιδείνωσε τις ανισότητες μεταξύ των φύλων και οι θρησκείες και οι παραδόσεις εξακολουθούν να χειραγωγούνται για να προσδώσουν ψυχολογική ισχύ στην έννοια της ανδρικής κυριαρχίας. Καινούρια νήματα διαπερνούν τις κοινωνικές μας κατασκευές, ακόμη και τώρα. Αν θέλουμε να οικοδομήσουμε έναν πραγματικά δίκαιο κόσμο, πρέπει όλα να ξηλωθούν. Είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε την έμφυλη καταπίεση από τις υπόλοιπες μορφές καταπίεσης.
Μπροστά σε ένα τόσο μνημειώδες έργο, ο αγώνας για ισότητα μπορεί να μοιάζει με πόλεμο φθοράς. Εγώ η ίδια έχω μιλήσει σε πολυεθνικές εταιρείες και εταιρικά συνέδρια σε γυναίκες που ζητούν να μάθουν πώς μπορούν να ανέβουν στην ιεραρχία σε σεξιστικά εργασιακά περιβάλλοντα, τη στιγμή που αγνοούν την ύπαρξη των γυναικών με μισθούς εξαθλίωσης, εκείνων που καθαρίζουν τα γραφεία τους όταν φεύγουν. Ακόμα δεν έχουμε εφεύρει πολιτικά συστήματα που θα φροντίζουν για τις ανάγκες του ατόμου περισσότερο από τις απαιτήσεις του κράτους, που θα μας προστατεύουν από τα χτυπήματα αυτού του κόσμου. Ακόμα και όταν οι νόμοι μας γίνουν όσο πιο δίκαιοι γίνεται, όταν, ξεπερνώντας τα έμφυλα στερεότυπα, έχουμε αποδεχθεί όλους τους ανθρώπους όπως είναι, όταν οι γλώσσες και οι πολιτισμοί μας αντανακλούν αξίες ισότητας, ούτε τότε θα έχουν εκλείψει εκείνοι που προσπαθούν να εξουσιάσουν άλλα άτομα με κάποιο νέο τρόπο.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας για αυτό το βιβλίο, ωστόσο, συνάντησα και διάβασα το έργο ανθρώπων που έχουν αφιερώσει την καριέρα τους στον αγώνα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ελευθερία, που οραματίζονται τελείως διαφορετικούς κόσμους στους οποίους κανείς δεν εξουσιάζει κανέναν. Όπως όλοι ανεξαιρέτως δεν ανεχόμαστε την αδικία εις βάρος μας, έτσι αντίστοιχα οι περισσότεροι εξ ημών αισθανόμαστε άβολα όταν τρίτα άτομα αντιμετωπίζονται άδικα – συμπεριλαμβανομένων ξένων που δεν έχουμε συναντήσει ποτέ. Μοιραζόμαστε τον πόνο τους. Νιώθουμε την ανάγκη να βοηθήσουμε. Βαθιά μέσα μας έχουμε την επιθυμία να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε, και να επεκτείνουμε αυτή την αγάπη πέρα από τους στενό μας περιβάλλον. Ως επιστημονική συγγραφέας περνάω τον περισσότερο χρόνο μου αναλογιζόμενη την ανθρώπινη φύση και θεωρώ ότι αυτό είναι το πιο αξιοθαύμαστο στοιχείο μας.
Αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε τη ζημιά που προκλήθηκε από την ριζωμένη εδώ και αιώνες πατριαρχική εξουσία, ο μόνος τρόπος είναι να καλλιεργήσουμε την ανθρωπιά που είναι κοινή σε όλους μας – αυτό το κομμάτι μας που καταφέρνει να αγαπάει, ακόμα και όταν υπάρχουν κάποιοι που επιδιώκουν τη διάσπαση και την εξουσία. Κάποιοι θα πουν ότι η καταπίεση είναι στη φύση μας. Θα πουν ότι οι άνθρωποι είναι εγγενώς εγωιστές και βίαιοι, ότι ολόκληρες κατηγορίες ανθρώπων είναι εκ φύσεως κυρίαρχες ή υποδεέστερες. Και έρχομαι να ρωτήσω: θα νοιαζόμασταν, άραγε, τόσο πολύ ο ένας για τον άλλον, αν αυτό ήταν αλήθεια;
Angela Saini, Η Πατριαρχία (2024), εκδόσεις Σάλτο