Η εξημέρωση της τσιρίδας

Η παιδική τσιρίδα ως χαρωπή έκπληξη -όταν με έβρισκαν στο κρυφτό πατούσα την καλύτερη μου-, ως έκφραση των ορίων στη σωματική επαφή -σε χαχανίζοντα γαργαλιτά-, ως έκφραση της επιθυμίας -για κάποιο ανθυγιεινό αλλά παντανόστιμο φαγάκι- είτε του πόνου οποιασδήποτε βαρύτητας. 

Μέχρι να ενηλικιωθούμε, εκπαιδευτήκαμε, μάθαμε πως πρέπει να κρύβουμε την χαρωπή μας έκπληξη, να συγκρατούμε την έκρηξη όταν παραβιάζονται τα σωματικά μας σύνορα, να αποδεχόμαστε την πείνα για τον ευχάριστο, να χωνεύουμε -μη τυχόν και ξεράσουμε- τα φλεγόμενα εσώψυχα μας. Μία τόσο αυθόρμητη συμπεριφορά εξημερώθηκε στην ησυχία. Έγινε κατοικίδιο: πρέπει να κατοικεί αποκλειστικά στον ίδιον μας τον εαυτόν. 

Δεν κάνει να προβαλλόμαστε τόσο. Η αυτοπροβολή μας, ο θόρυβος της ύπαρξης μας, επιτρέπεται να προέρχεται μόνο από εξαργυρώσιμα με χρήμα πράγματα. Από τα ρούχα μας, για παράδειγμα, από το κινητό μας, από τα ταξιδιωτικά μας εισιτήρια, από το μαγαζί που μας περιβάλλει, από τα έπιπλα μας… Επομένως, δεν έχουμε όλοι δικαίωμα στο θόρυβο. Και λόγω του ότι μία μειοψηφία έχει αυτό το προνόμιο, εκπέμπεται γύρω της ο φθόνος. Ακόμη, ωστόσο, και για αυτούς που λόγω πνευματικής διαύγειας καταπίνουν τα σάλια τους μπροστά στα άχρηστα υλικά, η βία ξεχειλίζει. Η βία της γαμημένης ανισότητας. Αυτή η βία που, μυημένη στον κανόνα της ησυχίας, μαγειρεύεται χωρίς να το παίρνουμε χαμπάρι, πίσω από γυάλινες πόρτες σε φρεσκοβαμμένα φυλασσόμενα κτήρια. Όχι, η κατσαρόλα δεν είναι απόρρητη, διασημότατη είναι. Όλοι βλέπουν τους Υπουργούς και τα λόγκο των εταιριών, άλλωστε αυτοδιαφημίζονται κιόλας -το δικαίωμα των λίγων στο θόρυβο που λέγαμε.

Και μια ωραία πρωία, η γαμημένη ησυχία σκάει στη μάπα σου ως ο βιαιότερος θόρυβος.