Κήπος με μικρόβια

Ξέρεις, χαμογελάει η ψυχή μου όταν ακούω τα θαμμένα παράπονα. Είναι για μένα ένα ευχάριστο παιχνίδι να τα ξεχωρίζω ανάμεσα στις χιλιοεξωτερικευμένες λέξεις, πίσω από τις τυπικότητες και τις συμβάσεις με τον κοινωνικό θεό. Όταν τις ακούω, σαν να χορταίνω την μυστική αποθήκη μου, την αραχνιασμένη. Γιατί, βλέπεις, ποιος ο λόγος να την καθαρίσω αν δεν καλώ ποτέ κανέναν εκεί; Οι λέξεις της αλήθειας, όμως, είναι συντροφιά στα ενδότερα μικρόβια μου, αυτά που κολυμπάνε στον βρώμικα αέρα της μητρόπολης, εκεί, σε κάθε μου βήμα, στα ναρκωμένα πεζοδρόμια, στους σκονισμένους οικοδεσπότες των βιβλίων, στα πράσινα και γκρίζα υψόμετρα των αθέατων θεατών, στις μουσικές τρύπες της κατανάλωσης και τις γυάλινες καταπιόλες του χρόνου και της ξεγνοιασιάς. 

Δε ξέρω τι με σώζει; Ίσως η τριβή των δικών μου μικροβίων με των ξένων, που καταλήγει σε έναν ζεστό πυρετό, πολύ θερμότερο από την τριβή μουγγών σωμάτων. Αλλά γιατί είναι τόσο αόρατα ηδονιστικό; Μου τα χύνουν, λες κι είμαι χειρούργος πορνοστάρ σε αναμονή. Είναι μια κατάκτηση το άνοιγμα. Μπορείς να μπήξεις την σημαία σου σε αυτόν τον λιγοστό χρόνο. Δευτερόλεπτα; Λεπτά; Ώρες; Γι’ αυτό οι καύλες μου βρυχώνται. Αυτή η μαύρη τρύπα σηματοδοτεί την έλευση της εξαντλημένης παράδοσης. Η εξουσία φταίει! Ναι! Αυτή η γαμημένη ευχαρίστηση έγκειται στην νομιμότητα της κατακρεούργησης και ταυτόχρονα στην συναίνεση για εισχώρηση. Γιατί είναι ένα παιχνίδι το οποίο παίζεται μόνο με ομοφωνία στο εκατό τοις εκατό, με δύο λευκές σημαίες. Ναι, ίσως και παραπάνω. Αλλά όσο περισσότεροι παίκτες τόσο απιθανότερο το ναυάγιο. Δεν χωράνε πολλοί σε ένα φέρετρο, και οι κανόνες είναι να θαφτεί όπως ξεπρόβαλε, βρεγμένο, ειρηνευμένο και ανακουφισμένο, με καλπάζουσες ανάσες να παρακαλάνε για ανακωχή.

Αγναντεύω κινηματογραφικά ακούνητος. Η αύρα ενέχει κάτι το απαγορευμένο. Και όπως σε κάθε στιγμή εγκληματικής πράξης —εφόσον και αν δεν ανήκω στην κάστα των ιδιοκτητών της ανθρωπότητας— το ρίγος του κινδύνου μου κλείνει το στόμα. Την τρύπα της αντεπίθεσης και της καθησύχασης. Σαν γατί πρέπει να περπατήσω στο λαδωμένο με αινίγματα και ταυτότητες δάπεδο. Ακατανόητες μουτζούρες, κατανοητές επικολλήσεις, παρόντες μέλλοντες και αθάνατοι παρελθόντες.

Σε αντίθεση με χριστιανούς και Εβραίους, για μένα η αποκάλυψη δεν είναι το τέλος, είναι ένας σταθμός αναζωογώνισης. Γιατί ξέρω ότι σύντομα θα ακουστεί το σφύριγμα και, ανάθεμα, θα στροβιλίσω μοναχός και πάλι μέχρι τον επόμενο. Αλλά αυτοί οι στρόβιλοι δεν είναι που κάνουν τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, τις ώρες του ξεγυμνώματος της ισότητας τόσο συναρπαστικές. Νίκη σημαίνει θάνατος του έρωτα. Και αν νίκη, για μένα, είναι ο έρωτας με την αλήθεια, τότε είμαι καταδικασμένος στις ράγες της ήττας. Αποκρουστικός κυνηγός ανθρώπων. Τα μάτια μου δεν βλέπονται και τα είδωλα τους δεν βλέπονται με τα μάτια. 

Ανοίγω, κλείνω, τρέχω.

Ας αναμετρηθούμε, όμως, επιτέλους. Θυμάμαι τους ακανόνιστους κομπασμούς σου, να θωπεύουν τις χορδές σου και να κυλιούνται στο απτόητο τραγούδι του εγκλωβισμού σε ένα κενό που δε σε χωράει. Καμία φορά νιώθω λίγο μαλάκας… δηλαδή σαν επιστήμονας νεκρολόγος που εξετάζει με πύρινο θαυμασμό τα ζώντα ενδιαφέροντα του. Μισό λεπτό, όμως, μη με παρεξηγείς. Μπορεί να πετάω έξω από το παρόν για μια ξεζουμαρισμένη ικανοποίηση αλλά δεν ξεζουμίζω για την πάρτη μου. Απλώς θέλω να φωτογραφίσω το αχαρτογράφητο, να αποθηκεύσω το αδάμαστο, να χωνέψω το μεγαλείο. Συγγνώμη. Κανένα παλάτι δε με συγκινεί όσο το ανθρώπινο. Είσαι, λοιπόν… ή, ορθότερα, γίνεσαι μια πηγή έκστασης με άγνωστη διάρκεια δράσης και ένα γερανό χαμογέλου που δε σκουριάζει και με σηκώνει από τα πιο σκούρα μου τετράγωνα. 

Πες μου και άλλα, σε παρακαλώ, μη φοβηθείς. Υπόσχομαι να μην πειράξω τίποτα. Θα περιπλανηθώ στους κήπους σου, σαν τιποτένιος καβαλάρης. Θα μυρίσω τα χρώματα των λουλουδιών, διαβάζοντας τις ετικέτες, τις υποσχέσεις και τις αλτρουιστικές ελπίδες στα μαραμένα και τα ανθισμένα εμφυτεύματα στο χώμα σου, θα ακουμπήσω τα αγάλματα σου, τα χρονολογούμενα από τις ημέρες που δεν μετρούσες τις μέρες αμετακίνητα έργα σου. Θα κάτσω στο παγκάκι σου, κάτω από την άκριτη σκιά της προσωπικότητας και την μοναχική αποβολή της συντροφιάς. Θα ξαπλώσω στο έδαφος σου, ανάμεσα στην άφθαρτη ισοπέδωση της ατομικότητας σου και τα αγκάθια της ελκυστικής μάζας, εκεί που, στριφογυρνώντας το κεφάλι οχυρώνεσαι στην γνώση σου. Θα αφουγκραστώ τα πουλιά, από τις μοναδικές φωνές του οργασμού, της προσευχής, της συνθηκολόγησης, της βλακείας μέχρι τις κραυγές της ικεσίας, της απόγνωσης, του ελέους και της μετάνοιας. Θα κοιτάξω τον ουρανό σου, από την Ανατολή του ονείρου μέχρι τη Δύση της προσδοκίας και από τις ζωγραφιές της απόμακρης συνουσίας μέχρι την αναλαμπή των ευπρόσδεκτων εισβολέων.

Έλα, ευθυγραμμίσου με την αγνόηση. Συνδέσου με την αποσύνδεση μου. Και, μετά, μείνε λίγο ακόμα. Κάτσε να κλείσουμε αυτή την πληγή μαζί. Και θα καλέσω για μας όλα τα γιατρικά τάγματα της κοκκινωπής μου ιδιοτέλειας. Την ακούραστη συμμαχία των βλεμμάτων, τόσο δροσερή όσο η σιγουριά της σιωπηλής αγκαλιάς. Και θα φυσήξω στο περιτύλιγμα της άναρχης κοσμογονίας σου όλα τα χρώματα που συνθέτουν την ομορφιά του εσύ.