Οικογένεια για μένα είναι… Ουφ. Θα κλείσω τα μάτια και θα σας πω ό,τι μυρίσω. Λοιπόν… οικογένεια είναι… αυτό που σε πρωτοαγγίζει και κλαις προκαταβολικά ποτάμια – λες και διαισθάνεσαι ότι, επειδή ξαπλώνει μια γαρίδα στα μπούτια σου, θα σου απαγορεύεται να κλαις στο μέλλον.
Οικογένεια είναι “συγχαρητήρια” με φτηνά πτυχία υποκριτικής και “να σας ζήσει” με φτυσίματα στο χωρίς αντισώματα αφράτο σακί σου από όλες τις γενιές που έσκαψαν μεθοδικά και ανάλαφρα τον λάκκο σου για τις επόμενες δεκαετίες.
Οικογένεια είναι η αιτία και ο εκτελεστής των εξαρτήσεων σου – κάτι σαν τους μπάτσους με τα ναρκωτικά.
Οικογένεια είναι “που ήσουν ρε μαλακισμένο” και 17 αναπάντητες στο υπουργείο εξωτερικών, στη ΝΑSA, στην αντιτρομοκρατική και στη Νικολούλη, Κυριακή μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα.
Οικογένεια είναι “μη κάνεις σαν κοριτσάκι” όταν το ξεχειλίζον από ενέργεια σώμα σου σπάει τις αλυσίδες των έμφυλων νόμων. Ναι, τις σπάει τόσο εύκολα, θυμίζοντας ότι δεν είναι παρά πολιτικά κατασκευάσματα. Τόσο εύκολα που οι πολιτικοί υπήκοοι τρομάζουν από τη δύναμη του. Τη δύναμη της παιδικότητας. Η παιδικότητα συνεπάγεται πολιτική ανυπακοή. Γι’ αυτό πρέπει να καταστραφεί από τους νομιμόφρονες.
Οικογένεια είναι “καλό παιδί ο Γιωργάκης ε;” για τον μπούλη με το μπουρζουά χτένισμα που χθες σου αρωμάτιζε το παπούτσι στη χέστρα.
Οικογένεια είναι φέρετρα και υποχρεωτικά φιλιά από ανθρώπους με τους οποίους δεν έχεις συναναστραφεί πάνω από δεκατέσσερα λεπτά το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και της Παναγιάς αθροιστικά επί 10 χρόνια.
Οικογένεια είναι σωφρονιστικές σφαλιάρες “για το καλό σου”.
Οικογένεια είναι “όλο θα το φας, τα παιδάκια στην Αφρική δεν έχουν να φάνε”. Οικογένεια είναι αδιαμφισβήτητη κυβέρνηση, σαν της Ηρώδου Αττικού 19.
Οικογένεια είναι “κανόνισε να τρέχουμε στα νοσοκομεία πάλι”, “κάτσε καλά”, “να είσαι κύριος”, “μην κάνεις σαν χαζό”.
Οικογένεια είναι ο προσωπικός τραπεζίτης, νταβατζής, μάνατζερ, διατροφολόγος, διδάσκαλος, αρχιτέκτονας και συνοριοφύλακας της ύπαρξης σου.
Οικογένεια είναι η κατάταξη στην ταξική πυραμίδα.
Οικογένεια είναι ατελείωτες βαρετές ώρες στο πολυτελές κτήριο με άντρες σε μαύρα φουστάνια να τραγουδάνε αλαμπουρνέζικα.
Οικογένεια είναι ομοφοβικές μπότες στο στήθος μέχρι να αποστηθίσεις τον Αντρικό Κώδικα.
Οικογένεια είναι ο μονοπωλητής της αληθινής χριστιανοσύνης και “τσακίσου για μπάνιο, σαν γυφτάκι είσαι”.
Οικογένεια είναι παρκάρισμα σε κατασκηνώσεις.
Οικογένεια είναι ο Μεγάλος Αδερφός σου.
Οικογένεια είναι “γιατί έτσι… είσαι μικρός, δε μπορείς να καταλάβεις”.
Οικογένεια είναι επιβαλλόμενη συγκατοίκηση και ανύπαρκτες αγκαλιές.
Οικογένεια είναι τρανταγμένοι μεντεσέδες και μποξ σε λευκούς σάκους από τσιμέντο.
Οικογένεια είναι “για να μυρίσω τα χέρια σου”.
Οικογένεια είναι “70 ουσίες που προκαλούν καρκίνο”.
Οικογένεια είναι οι πελάτες του κάθε 4 χρόνια γυαλιστερού σωτήρα.
Οικογένεια είναι το πιόνι του κράτους.
Οικογένεια είναι ένα νεφρό σε συνεδρίες.
Οικογένεια είναι “σκάσε”.
Οικογένεια είναι κατουρημένα σεντόνια.
Οικογένεια είναι ο απλήρωτος οικοδόμος του φόβου.
Οικογένεια είναι λουρί από ανθρώπινο δέρμα και
Οικογένεια είναι μουγκές σκέψεις.
Οικογένεια είναι εφιάλτες και όνειρα στα όνειρα.
Οικογένεια είναι το μίνι βασίλειο “του άντρα του σπιτιού”
Οικογένεια είναι παλάμες σε τραπέζια.
Οικογένεια είναι βλέμματα με ξεχαρβαλωμένα συναισθήματα.
Οικογένεια είναι ντροπή και υπερηφάνεια και προκατάληψη.
Οικογένεια είναι καθρέφτης και ο ύψιστος κριτικός αυτοεικόνας.
Οικογένεια είναι βλάβη ανεπανόρθωτη. Ζωγραφιά δίχως κλικ για ακύρωση. Κόκκινο και διάφανο μελάνι σε λευκό χαρτί. Μια ζωή ολόκληρη. Από τις πολλές παράλληλες που ζούμε. Και αν ο θεϊκός νόμος επιφυλάσσει την αντιγραφή και την επικόλληση της βίας της πάνω στο λευκό των επόμενων στη σειρά ξερατών της Φάτα Μοργκάνα, τότε… θα τα βάλω με τη θεά, μετά από ένα Ντεπόν του Ελεύθερου Πνεύματος:
Ψυχοθεραπεύσου πριν γίνεις γονιός
μπας κι ο πλανήτης αλλάξει
γιατί στρίβαμε μπάφους στην τάξη
με διαταραχές στα δεκάξι
Η οικογένεια είναι η θεά. Από αυτήν ξεκινάν όλα και δι’ αυτής προχωρούν. Ποιος ξέρει, ίσως κάποτε γίνουμε οι ίδιοι θεοί ή θεές του εαυτού μας. Ζαρατούστρα. Ίσως κάποτε καταργήσουμε τις εξαναγκαστικές σχέσεις. Ίσως αποποιηθούμε την κληρονομιά της εκδικητικότητας. Ίσως κάποτε ελευθερωθούμε από την κτητικότητα. Οι περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις αντικατοπτρίζουν κάποιο βαθμό ιδιοκτησίας ενός ατόμου επί ενός άλλου, λέει ο Ορλάντο Πάτερσον, ναι αυτός ο Τζαμαϊκανός που γράφει και γράφει για τη σκλαβιά.
Αλλά είτε κοιτάξουμε πίσω… σε κάποιο Τσαταλχογιούκ, όπου όσοι ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη δεν ήταν απαραίτητα συγγενείς μεταξύ τους. (…) ολόκληρη η κοινότητα ήταν μια μεγάλη οικογένεια, όπου όλα τα παιδιά μπερδεύονταν μεταξύ τους.[1] Είτε, αν μας έχουν απομείνει σφαίρες για εκείνο το παιδικό όπλο, τη φαντασία, σημαδέψουμε μπροστά… θα δούμε την παλάμη της Δυνατότητας να κουνιέται σαν μετρονόμος αριστερά-δεξιά. Τικ. Τακ.
[1] Angela Saini, Η Πατριαρχία (2024), εκδόσεις Σάλτο
“Ο στόχος του κατασταλτικού μηχανισμού μετατοπίστηκε. Πέρασε από την πάταξη του ανύπαρκτου πλέον ένοπλου στην εξάλειψη της αντίστασης υπαρκτών άοπλων. Των άοπλων διαδηλωτών, των άοπλων ακτιβιστών, των άοπλων καταληψιών, των άοπλων νεολαίων στις πλατείες με τις μη καθώς πρέπει συμπεριφορές. Όσοι επιμένουν ακόμη να εκφέρουν λόγο κριτικό, όσοι οργανώνουν αντιστάσεις ή εκφράζουν δημόσια μια διαφορετική κοσμοαντίληψη, όσοι υψώνουν ανάστημα, αποκαλούνται εκπρόσωποι μιας αταξίας που πρέπει να παταχθεί στο όνομα μιας τάξης με ιδεολογικό πρόσημο που όταν καθίσταται ανεξέλεγκτη ή υφίσταται εγγενείς πιέσεις επιβάλλεται τροφοδοτώντας ένα ανομολόγητο κοινωνικό χάος. Οι όροι αντιστρέφονται μπροστά στα μάτια μας. Η επικαλούμενη αποκατάσταση της τάξης είναι αταξία, εδραίωση της αποδιάρθρωσης της κοινωνικής και αστικής δικαιοσύνης. Επίκληση αξιών αντινομικών με την ουσία του ανθρώπου. Δεν νοείται τάξη χωρίς ελευθερία. Αποκατάσταση τάξης βασισμένη στην υποταγή μέσω του φόβου οδηγεί στο χάος.”
Αναστασία Τσουκαλά στη παρουσίαση του βιβλίου της “Ένοπλη πάλη μετά το Δεκέμβρη του 2008”.
Θυμάμαι πριν κάτι μήνες που ξαναβούτηξα στα νερά της χασούρας (μου συμβαίνει περιοδικά) οσμίζοντας γύρω μου μόνο ήττα. Και όταν κάτι χάνεις πρέπει να αναζητήσεις. Περίοδος αναζήτησης του εαυτού, λοιπόν. Και κάπως έπεσε στα χέρια μου ο Νίκος ο Καζατζάκης. Η αλήθεια είναι πως βαριέμαι τις περιγραφές υλικών, χρωμάτων, τοπίων αλλά κάτι στην έκφραση του με μάγεψε. Ακατανόητο, σκέφτηκα, γιατί ξέχασα πως η σκέψη και τα αισθήματα είναι σφιχτοδεμένα κοσμήματα στου υλικού κόσμου το σώμα και το αντίστροφο. Έτσι ταξίδεψα μέσα από ξένα, νεκρά πλέον, γεμάτα εκτίμηση μάτια. Των πάντων, μικρών και μεγάλων, ορατών και αοράτων. Πέρα από την αξιολογική κρίση. Και αυτό το τελευταίο είναι το δύσβατο σύνορο που μας χωρίζει από την κατανόηση, την αποτίμηση και εν τέλει την εκτίμηση…
Συνηθίζουμε να αγωνιούμε για την εξάλειψη όσων μας φαίνονται “κακά”, όσων δεν ομοφωνούν με τις φωνές στο κεφάλι μας. Θέλουμε να τα μεταμορφώσουμε στα μέτρα μας, μα τι αλαζονεία θεϊκή! Ξεχνάμε ότι είναι μέρος ενός συνόλου που περιέχει όσα μας αρέσουν και όσα μας τονώνουν τα ένστικτα για πράξεις μεγαλοπρεπείς. Ξεχνάμε ότι η ζωή και η ύπαρξη προχωράει μετά δόξας επί εκατομμυρίων ετών προσπερνώντας την επίμονη ματαιοδοξία μας. Σαμποτάρουμε τον εαυτό μας επειδή δεν μας καρφίτσωσαν στον κόσμο που θα θέλαμε. Αντί να ζήσουμε, αντί να σπρώξουμε προς τον κόσμο που θέλουμε, διατάζουμε τους άλλους να σπρώξουν προς τα εκεί όπου θέλουμε εμείς. Περισσότερο καταριόμαστε τη διαφορετικότητα των άλλων παρά πράττουμε εξυψώνοντας τη διαφορετικότητα μας στο έπακρο, εκεί όπου κείται το αξιοήμερο πρότυπο.
<< Χωρίς άγριες φωνές και χοντρόστομα κηρύγματα, ήσυχα, με την διδασκαλία του και με τη ζωή του, ο Δον Φραγκίσκος είχε αρχίσει το πάλεμα. Ιδρύει την “Ελεύτερη Εκπαιδευτική Σχολή”, την Alma mater, της σημερινής Ισπανίας. Θέλει να δημιουργήσει νέους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, καλλιεργώντας όχι μονάχα το νου, παρά την καρδιά και την ψυχή τους. Ως γνήσιος Ισπανός, ο Δον Φρανκίσκος δεν αγαπούσε τη μονόπλευρη καλλιέργεια του νου. τη θεωρούσε επικίντυνη, μισέρωνε τον άνθρωπο. Σκοπός του ήταν να δημιουργήσει ανθρώπους άρτιους, με σφιχτά αρμονισμένα τη σκέψη, το αίστημα και την πράξη.
Μια τέτοια Σχολή ήταν αληθινό απροσδόκητο θάμα μέσα, στα παπαδοκρατούμενα τότε σχολειά της Ισπανίας. Η χαρά, που είχε εξοριστεί απ’ όλα τούτα τ΄αγέλαστα, στενοκέφαλα, μουχλιασμένα δασκάλικα κεφάλια, κατέφυγεν εδώ, στην κούνια τούτη της ελευτερίας. Οι μαθητές του Δον Φραγκίσκου γελούσαν, έπαιζαν, έκαναν εκδρομές, κολυμπούσαν. Κι όταν μεγάλωσαν, είχαν πια δημιουργήσει μέσα τους μιαν άλλη Ισπανία, εντελώς διαφορετικιά από την Ισπανία γύρα τους. Ο πόλεμος άρχισε ανάμεσα στις δύο Ισπανίες -την ιδεατή και την πραγματική. Κι όπως πάντα γίνεται, στην αρχή νικούσε η πραγματική Ισπανία- με την οργάνωση της, με τους βασιλιάδες της, με το στρατό της, με τους παπάδες της, με τον αμόρφωτο λαό της. Μα, όπως πάντα γίνεται, η Ιδέα, γιομάτη πληγές και δάκρυα, σιγά σιγά προχωρούσε. Όσο τη βασάνιζαν και την κυνηγούσαν, τόσο αυτή αντρειεύουνταν και προχωρούσε. “Το άρωμα του λωτού, λέει μια ιντιάνικη παροιμία, ταξιδεύει σύμφωνα με τον άνεμο. το άρωμα της αγιότητας ταξιδεύει ενάντια στον άνεμο”. Προπάντων ενάντια στον άνεμο. Θαρρείς πως το καλό, για να πιάσει και να ριζώσει στην ψυχή του ανθρώπου, έχει ανάγκη να παλέψει και να αιματωθεί. Να έχει έναν οχτρό που να το αναγκάζει μέρα και νύχτα να μένει άγρυπνο και να μην παραδοθεί στη φυσική κλίση του κακού στον κόσμο. Συνεργάζεται, θέλοντας και μη, με το κακόκαι σπρώχνει τον άνθρωπο προς τ’ απάνω.
Αλίμονο αν χαθούν από τη γης η σκληρότητα, η αναίδεια κι η αδικία!>>[1]
Η γνώριμη εικόνα μιας σύγχρονης συμμετρίας: ανθρώπινα κεφάλια στην ίδια παρέα, σκυμμένα πάνω από τη φωτεινή οθόνη ενός «έξυπνου» κινητού. Λίγα αντικείμενα ενσωματώνουν καλύτερα την αμφισημία της τεχνολογικής προόδου. Απεριόριστες δυνατότητες διασύνδεσης, ενημέρωσης και εξυπηρέτησης μέσα στην παλάμη του χεριού, επισκιάζονται από τον κίνδυνο μιας εκτροχιασμένης σχέσης αφέντη-υπηρέτη: αγένεια, αντικοινωνικότητα, ψυχαναγκασμός, απομόνωση.
Ηταν η σκοτεινή πλευρά που ενέπνευσε το πρόσφατο πρότζεκτ του φωτογράφου δρόμου που ακούει στο καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Babycakes Romero. Η σειρά των ασπρόμαυρων εικόνων τιτλοφορείται «Ο θάνατος της συζήτησης» (The death of conversation) και είναι σχεδόν όλες καρπός των καθημερινών του περιπλανήσεων στο Λονδίνο, την πόλη όπου γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει.
«Ηταν κάτι που παρατηρούσα ξανά και ξανά και, ενίοτε, βίωνα από πρώτο χέρι. Οπτικά, μου τράβηξε την προσοχή η συμμετρία αυτών των ανθρώπων, κλειδωμένοι καθώς ήταν ταυτόχρονα, αλλά και καθένας ξεχωριστά, στην ίδια πράξη. Στην αρχή νόμιζα πως ο κόσμος χρησιμοποιούσε τα smartphones ως βοήθημα για να κρύψει την αμηχανία του, για να γεμίσει τις σιωπές. Αλλά καθώς συνέχισα να παρατηρώ και να καταγράφω το φαινόμενο, διαπίστωσα πως την αμηχανία και τη σιωπή τις προκαλούσαν στην πραγματικότητα οι ίδιες οι συσκευές. Βασικά κάνουν τους ανθρώπους να αποσύρονται αντί να αλληλοεπιδρούν».
Παραπονιέται πως οι καλοί τρόποι συμπεριφοράς όσον αφορά τη χρήση του τηλεφώνου μέσα στον κοινωνικό περίγυρο τείνουν προς εξαφάνιση. «Η συσκευή προηγείται του ατόμου που είναι παρόν και αυτό μου φαίνεται λάθος. Είναι ένα είδος απόρριψης, είναι μειωτικό».
Οι ειδικοί προειδοποιούν πως οι κακοί τρόποι δεν είναι καν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Το email και τα μηνύματα, αλλά και εφαρμογές όπως το Facebook, το Twitter ή το Pinterest, διεκδικούν αδιάκοπα τον χρόνο και την προσοχή μας. Ερευνες έχουν δείξει πως κάθε φωτεινή ένδειξη για «νέο μήνυμα» προκαλεί «έκρηξη» ντοπαμίνης, της ίδιας νευροχημικής ουσίας που απελευθερώνεται στον εγκέφαλο με την κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικών. Σύμφωνα με πρόσφατη αμερικανική μελέτη, έξι στους δέκα νέους ασχολούνται κατά μέσο όρο ένα οκτάωροτην ημέρα με τα κινητά τους τηλέφωνα. Παράλληλα, ένας στους τρεις Αμερικανούς θεωρεί πως είναι εθισμένος στο «έξυπνό» του τηλέφωνο.
«Καθώς παρατηρούσα και φωτογράφιζα αυτούς τους ανθρώπους, μου έδιναν την εντύπωση πως δεν ήταν παρόντες στον πραγματικό κόσμο. Ηταν συνδεδεμένοι με έναν εικονικό κόσμο που ήταν δικό τους δημιούργημα. Είναι τρελό, αλλά ο κόσμος επιλέγει την ψηφιακή επικοινωνία ενώ είναι με παρέα. Προτιμάει να συνδεθεί με κάποιον που είναι αλλού, παρά με κάποιον που βρίσκεται στον ίδιο χώρο». (…)
Γιατί όμως ο κόσμος προτιμάει την online από την offline επικοινωνία; «Οταν προστατεύεσαι πίσω από μια οθόνη και είσαι οπλισμένος με ένα πληκτρολόγιο, δεν υποφέρεις από τις αγωνίες ή την αμηχανία που θα είχες πρόσωπο με πρόσωπο». Είναι και η άνοδος του ναρκισσισμού. Οι περισσότεροι πλέον καταφεύγουν στον διαδικτυακό κόσμο για μια συναισθηματική ένεση, για μια δόση ανακούφισης ή επιβεβαίωσης, για κάτι που θα ταΐσει το «εγώ» τους. «Γνωρίζουν πως κάθε μήνυμα που φτάνει στη συσκευή τους κάπως τους αφορά, ενώ σε μια κανονική συζήτηση δεν θα είσαι πάντα το επίκεντρο. Είναι σαν να μην μπορούμε πια να επεξεργαστούμε τη ζωή κάποιου άλλου επειδή είμαστε υπερβολικά απασχολημένοι με τη δική μας». (…)
O σύγχρονος θάνατος της συζήτησης, Χάρης Φαν Φέρσεντααλ
Σύμφωνα με το DataReportal, ένας χρήστης ξοδεύει κατά μέσο όρο 2,5 ώρες τη μέρα στα κοινωνικά δίκτυα. Το οποίο σημαίνει 864 ώρες, δηλαδή 36 μέρες scrolling σε ένα γυαλί σε διάστημα ενός έτους. Βάσει του μέσου προσδόκιμου ορίου ζωής, μέχρι να ψοφήσουμε θα έχουμε πετάξει πάνω κάτω 6 έτη στον κάδο.
Προκειμένου να μετριάσω τον μηδενισμό και την καταστροφολογία, ας ξεκαθαρίσω ότι δεν θεωρώ εξ ορισμού χάσιμο χρόνου τη χρήση των σοσιαλ. Η δομή τους επιτρέπει αναμφισβήτητα την αστραπιαία μετάδοση της πληροφορίας και την σύνδεση με πτυχές της ζωής ανθρώπων που ίσως να μην γνωρίζαμε ποτέ ή να μην μπορούσαμε να διατηρήσουμε επαφές χωρίς τα κοινωνικά δίκτυα. Ωστόσο, αντί να λειτουργούν ως επιπρόσθετο εργαλείο στην δια ζώσης κοινωνικοποίηση μας, τηνέχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό και κατ’ επέκταση αλλοιώσει, αφού αντιλαμβανόμαστε και “διαφημίζουμε” τον εαυτό μας στις συναναστροφές μας με βάση το διαδικτυακό προφίλ που χτίσαμε. Ένα προφίλ, βέβαια, το οποίο, δεν είναι αντιπροσωπευτικό μας. Λέμε τόσα ψέματα που στο τέλος τα πιστεύουμε κιόλας.
Βλέποντας μόνο «ευτυχείς στιγμές» οι οποίες πραγματοποιούνται σε συγκεκριμένες συνθήκες διασκέδασης νιώθουμε μειονεκτικά. Μιμούμαστε, εν συνεχεία, τον τρόπο διασκέδασης των άλλων, για να μπαλώσουμε πρόχειρα το εσωτερικό μας κενό. Το δικό μας κενό, με τις δήθεν ευδαιμονίζουσες δραστηριότητες τρίτων. Που να ξέραμε ότι και οι άλλοι κινούνται αντίστοιχα! Έτσι, φυλακιζόμαστε σε ένα φαύλο κύκλο ετεροκαθοριζόμενων κορόιδων και βουτάμε στην ταυτότητα που πασχίζουμε να εξωτερικεύσουμε. Αντί να αναζητήσουμε το ρόλο που θέλουμε να έχουμε στην κοινωνία, να τον προσαρμόσουμε στον εαυτό μας, προσπαθούμε να προσαρμόσουμε τον εαυτό μας στον αλλογενή ρόλο. Καταδικάζουμε εαυτόν στην χαζοχαρούμενη υποκρισία. Σκοτώνουμε τον αυθορμητισμό, την έκφραση της ζωτικότητας μας, καταλήγοντας επί της ουσίας στον πνευματικό τάφο. Όσο λέμε ψέματα στον εαυτό μας, τόσο θα λέμε και στους άλλους. Ορίστε η αλλοίωση της αυθεντικής κοινωνικοποίησης.
Για υγιή χρήση προϋποτίθεται ατσάλινος αυτοέλεγχος & γνώθι σαυτόν. Και μια συμβουλή: πριν ανοίξεις μια εφαρμογή, να έχεις καθορίσει γιατι & πόσοθα τηναξιοποιήσεις. Αξιοποίηση δεν σημαίνει άσκοπη χρήση αλλά “εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που μου παρέχει κάτι, έτσι ώστε να φτάσει στο υψηλότερο σημείο της απόδοσής του”.
Μα δε ξέρεις ότι η δράση χωρίς προφυλάξεις, οδηγεί σε ατυχήματα(!);
Ψυχο-κοινωνική αποβλάκωση
“Είναι έμφυτη τάση του ανθρώπου, ως κοινωνικό ον, να προσπαθεί να δημιουργήσει μια δημόσια εικόνα, η οποία να είναι συμβατή με τα κοινωνικά πρότυπα και τις κοινωνικές προσδοκίες, ούτως ώστε να νιώσει αποδεκτός και ενταγμένος σε ένα κοινωνικό σύνολο. Επιπλέον, είναι αναμενόμενη η επιθυμία του ανθρώπου να δείχνει και να προβάλλει την καλύτερη δυνατή εικόνα του εαυτού του. Είτε γιατί μπορεί να νιώθει μοναξιά, είτε γιατί έχει την ανάγκη εκτόνωσης του εγώ του, είτε γιατί δεν είναι αρκετά ικανοποιημένος από τη ζωή του, είτε γιατί αισθάνεται την ανάγκη να έχει μια πολλαπλή ταυτότητα. Τα ΜΚΔ μας δίνουν την ευκαιρία να δημοσιοποιήσουμε μια ψευδή εικόνα ευδαιμονίας και τελειότητας. Στο Facebook ή στο Instagram, ο κόσμος είναι αταξικός και πλασματικός. Όλα ανάγονται στη σφαίρα του ιδεατού. Δίνεται η δυνατότητα της ελεγχόμενης προβολής υπό ιδανικό φωτισμό μόνο των εξιδανικευμένων πλευρών κάθε θέματος. Οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να αισθανθούν celebrities και μετατρέπουν την ύπαρξη τους σε εμπόρευμα με νόμισμα τα like που εισπράτουν” σημειώνει η ψυχίατρος-ψυχοθεραπεύτρια Χριστίνα Βαϊζίδου.
“Το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα, όμως, είναι πολλές φορές τα άτομα να επιζητούν αντίστοιχη επιβεβαίωση ή μονοπώλιο της προσοχής των άλλων και στην πραγματική ζωή, με αποτέλεσμα να φέρονται εγωκεντρικά έως αντικοινωνικά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα ΜΚΔ έχουν μετατρέψει μια ολόκληρη γενιά σε ανθρώπους που έχουν μόνιμη εμμονή με τον εαυτό τους. Αυτό συνοδεύεται από μια έκπτωση και απαξίωση των αισθήσεων. Η θάλασσα δεν είναι πλέον ένα τοπίο στο οποίο μπορούμε να γευτούμε την αλμύρα, να ακούσουμε το κύμα, να νιώσουμε το νερό να χαϊδεύει τα πόδια μας και να χαθούμε κοιτάζοντας τη γραμμή των οριζόντων, αλλά ένα πλαίσιο πόζας που θα επιβεβαιώσει στο ιντερνετικό κοινό μας ότι περνάμε τέλεια στη ζωή μας και δικαιωματικά κερδίσαμε το θαυμασμό, τη ζήλια ή έστω ένα like. Πολλοί έφηβοι και νέοι δυστυχώς αντιλαμβάνονται την έννοια της κοινωνικότητας κατ΄ αυτό τον τρόπο. Θεωρούν πως αν δεν ανεβάσουν στα ΜΚΔ φωτογραφία με το μαγαζί όπου βρίσκονται και τρώνε είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ εκεί και σαν να μην έφαγαν ποτέ αυτή τη μπριζόλα. Είναι τρομακτικό, αλλά αυτό συμβαίνει. Όταν, όμως, επιχειρούν να μεταφέρουν αυτές τις εμπειρίες στην πραγματική ζωή, βιώνουν συχνά έντονη απογοήτευση και θλίψη. Και είναι αυτή η αναντιστοιχία ανάμεσα στη ζωή και την εικονική πραγματικότητα που οδηγεί στην κατάθλιψη”, συμπληρώνει η Βαϊζίδου.
“(…)Έχετε αναρωτηθεί τι θα γινόταν αν αναρτούσαμε φωτογραφίες που μας δείχνουν λυπημένους ή να κλαίμε ή χωρίς φίλτρα; Όταν όμως, προβάλλεις μια συγκεκριμένη εικόνα του διαρκώς ευτυχισμένοι ή δυνατού, αυτό γίνεται εγκλωβιστικό, σαν να μην μπορείς να υπάρξεις διαφορετικά” υπογραμμίζει η Κατερίνα Ντέμου, ψυχολόγος-ειδική παιδαγωγός. Ποια όμως, φοβία αναπτύσσεται στα ΜΚΔ; “Ότι θα χάσουμε κάτι όσο δεν είμαστε συνδεδεμένοι και ότι συμβαίνουν διάφορα εκεί χωρίς εμάς. Επιπλέον, αρχίζουμε να πιστεύουμε ότι η τέλεια ζωή που βλέπουμε σε αυτό όντως υπάρχει και πως κάτι φταίει με μένα που δε μπορώ να τη βρω, φτάνοντας σε σημεία απώλειας επαφής με τη πραγματικότητα. (…) Όσο και να προσπαθούμε να αισθανθούμε πλήρεις μέσα από το πόσο ευτυχισμένοι δείχνουμε στις φωτογραφίες μας, πόσο αγαπημένοι είμαστε με τον σύντροφο μας, πόσα καινούργια ρούχα αγοράζουμε, πόσες φορές τη βδομάδα πάμε γυμναστήριο, τίποτα από όλα αυτά δε θα μας προσφέρει την αυτοαποδοχή που λαχταράμε, καθώς αυτή πηγάζει από μέσα μας και όχι από εξωτερική επιβεβαίωση. Κάτι τέτοιο οδηγεί στον ετεροπροσδιορισμό μας, δηλαδή στο να χτίζουμε ποιοι είμαστε με βάση το πως μας βλέπουν οι άλλοι (…)”
“Η πρώτη φορά που είχαμε αυτή την τάση συλλογικού πένθους στο fb ήταν με τα τρομοκρατικά χτυπήματα στη Γαλλία, που είχαν γεμίσει τα προφίλ με το “Είμαστε όλοι Γάλλοι”. Είναι όμως, ένα κατ΄ επίφαση. Χρειαζόμαστε ουσιαστικά μια υπερπροβολή ενός συναισθήματος απλά για να αισθανθώ ότι εντάσσομαι σε μια ομάδα. Δεν θεωρώ ότι ανταποκρίνεται καν στο πραγματικό συναίσθημα” λέει η Βαϊζίδου.
“Ας υποθέσουμε πως μια κατάθεση ψυχής στο fb μιας κόρης που έχασε τον πατέρα της πάρει πολλά like και σχόλια για το πόσο συγκινητικά είναι τα λόγια της. Αυτό που ανατροφοδοτείται είναι σαφώς σημαντικό, αλλά είναι μονοσήμαντο, αφού δεν επιτρέπει μια ολιστική θέαση των συναισθημάτων του. Ο εικονικός θρήνος δημιουργεί ένα παραπέτασμα απόκρυψης του πόνου και της θλίψης και συνιστά στιγμιαία εκτόνωση” εξηγεί ο ψυχοθεραπευτής Γιώργος Γιαννούσης.
Σύμφωνα με έρευνα της βρετανικής οργάνωσης Parentzone το 2016, μέχρι την ηλικία των πέντε, στο ενωμένο Βασίλειο, κάθε παιδί έχει περίπου 1.500 φωτογραφίες του αναρτημένες στα ΜΚΔ, ενώ το 80% των παιδιών έχουν online παρουσία ως την ηλικία των δύο χρονών. (…)
Η ευδαιμονία στο δίχτυ, Σπύρος Ζωνάκης, Σχεδία #94
Ποιος θέλει το κακό μας;
“They are optimised to keep you on the social media platform, no matter what. Instagram or Facebook don’t care if it’s quality or if it’s harmful or if it’s anything else”, τόνιζε στο Al Jazeera η συγγραφέας του best seller “Weapons of Math Destruction”.
Εκτός τοιούτων, ας μη λησμονούμε ότι οι μεγαλοεταιρίες δε μας δωρίζουν αυτό το τεχνολογικό παλάτι για να βολτάρουμε από την καλή τους καρδιά. Aν κάτι προσφέρεται δωρεάν, το προϊόν είσαι εσύ. Θα πουληθείς και θα καταναλωθείς. Η εταιρία θα ξεζουμίσει την ιδιωτική σφαίρα σου: τις αρέσκειες σου, το εβδομαδιαίο σου πρόγραμμα, τη σεξουαλικότητα σου, τις ικανότητες σου, τις οικονομικές σου ανάγκες και ψυχολογικές τάσεις κτλ.
Η έμμεση πληρωμή στις λατρεμένες μας μεγαλοπλατφόρμες θα τελειωθεί όταν, με βάσει την ανωτέρω σκιαγράφηση των προτιμήσεων μας, τυπωθεί η διαφήμιση στο κούτελο και αγοράσουμε μία ακόμη μαλακία που μόλις μάθαμε ότι χρειαζόμασταν, όταν το κόμμα αγοράσει τα κριτήρια ψήφου μας, δηλαδή την ψήφο μας, κοκ.
Η διαδικασία αυτή ξεζουμίσματος παρουσιάζεται ευκρινώς στο ντοκιμαντέρ The Social Dilemma του Jeff Orlowski-Yang. Προσιδιάζει και στην κατηγορία θριλερ, να είστε προετοιμασμένοι…
“Είναι εργαλεία πειθούς. Διατείνονται ότι προτάσσουν τον διάλογο, τη διάδραση, την επικοινωνία, τη διασύνδεση. Ομως αυτά είναι προσχηματικά, γιατί ο στόχος της μηχανής του ΑΙ και του machine learning είναι η διαφήμιση, ο εμπορικός σκοπός. Από τη στιγμή που μπορεί να τα χρησιμοποιήσει μια εταιρεία για να πουλήσει παπούτσια, θα τα χρησιμοποιήσει και ένας πολιτικός, ένας ακτιβιστής ή ένας θρησκευτικός ηγέτης για να προωθήσουν τα δικά τους μηνύματα.” προειδοποιεί ο συγγραφέας του βιβλίου “Homo Automaton: Η τεχνητή νοημοσύνη κι εμείς“, Μανώλης Ανδριωτάκης σε συνέντευξη του στην “Κ”.
Εφόσον μετατράπηκαν συνειδητά σε ένα εργαλείο ελέγχου, τότε το πρόβλημα, συνεχίζει ο Ανδριωτάκης, “είναι όντως πολιτικό. Αφήνεις μια βιομηχανία να ελέγξει τα πάντα. Και δεν είναι μια τυχαία βιομηχανία, αλλά μια βιομηχανία γνώσης.”
Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με το βιβλίο, είναι ακραιφνώς δυστοπικό: μια κοινωνία εποπτείας που επιδιώκει να προβλέψει –ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνει– πεποιθήσεις, προτιμήσεις και συμπεριφορές. Πολίτες με περιορισμένη νοητική αυτονομία και ελευθερία βούλησης. Το λεγόμενο «μαύρο κουτί» παραμερίζει τον αναλογικό άνθρωπο εξυφαίνοντας έναν θαυμαστό καινούργιο ανθρωπολογικό τύπο: τον Homo Automaton.
Ρομποτοποίηση
(…) Τα κοινωνικά δίκτυα απελευθερώνουν πλευρές της προσωπικότητας που επιμελώς κρύβονται από την κοινή θέα όταν υπάρχει φυσική παρουσία; Ή δημιουργούν νέες εικονικές προσωπικότητες, ανθρώπους που –συνειδητά ή ασυνείδητα– δοκιμάζουν τις δυνάμεις τους σε ρόλους διαφορετικούς από τον ένα και μονότονο που επιβάλλεται από την κοινωνική ζωή με φυσική παρουσία, έστω κι αν η εξέλιξη του καθενός δίνει στην πορεία του χρόνου περισσότερες εκδοχές προσωπικότητας και εαυτού; Και μπορεί αυτή η… εκφραστική δυνατότητα που προσφέρουν να λειτουργεί ως βαλβίδα ασφαλείας, που εκτονώνει ό,τι θα μπορούσε να αποβεί πολλαπλώς επιζήμιο υπό φυσική παρουσία; Εξαρτάται. Μπορεί η δράση να εξελίσσεται σε εικονικό περιβάλλον, αλλά το αποτέλεσμα μπορεί να αποτυπώνεται σε πραγματικά αισθήματα θυμού ή κατάθλιψης και να έχει πραγματικά θύματα (…).
Πράγματι, οι έρευνες του είδους έρχονται απλώς να επιβεβαιώσουν με περισσότερα στοιχεία την εντύπωση που πολλοί από αυτούς που μετέχουμε στα κοινωνικά δίκτυα βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε ακόμη κι αν αποτελούμε ή έχουμε αποτελέσει κάποτε, μέρος του προβλήματος. Το, όχι και τόσο νέο πια, διαδικτυακό περιβάλλον περιλαμβάνει εκατομμύρια ή εκατοντάδες (στη στενή εικονική μας πραγματικότητα) απόψεις. Σύμφωνες, εκνευριστικές ή εχθρικές προς τις δικές μας πεποιθήσεις και στην αντιμετώπιση των οποίων οι κανόνες συμπεριφοράς που πιθανόν θα ίσχυαν σε μια φυσική κοινωνική εκδήλωση με λίγους συμμετέχοντες, είναι αδύνατον να επιβάλουν την τάξη και την ψυχραιμία. Δεν είναι κανόνες φτιαγμένοι να λειτουργούν σε μαζική κλίμακα, στη σχετικά νέα οντότητα του διαδικτυακού όχλου. Και ενώ ακόμη και η απλή εκφορά της λέξης «όχλος» ενεργοποιεί έναν σχεδόν ενστικτώδη φόβο, αυτός ο φόβος δεν μας εμποδίζει να γινόμαστε μέρος του. Πιθανόν διότι αν και όπως γράφει ο Κανέτι («Μάζα και εξουσία», εκδ. Ηριδανός), δεν υπάρχει μεγαλύτερος φόβος για τον άνθρωπο από το άγγιγμα του αγνώστου, ο οποίος υπό κανονικές συνθήκες τον οδηγεί στο να κρατάει αποστάσεις – ακόμη και «φυσικές» από τους άλλους, στον δρόμο, στο εστιατόριο, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, αυτός ο φόβος υποχωρεί μέσα σε ένα πλήθος ενώ αρχίζει να διαφαίνεται η απόλαυσή του να διαλύεσαι μέσα σ’ αυτό, να συγχωνεύεσαι με αυτό. (…)
Αυτό το σώμα μέσα στο οποίο έχουν διαρρεύσει εκατοντάδες ή χιλιάδες εαυτοί έχοντας απεμπολήσει τα κοινωνικά όρια του Ενός, φυσικού ή διαδικτυακού, έχει τα ίδια χαρακτηριστικά: θυμωμένο, επιθετικό, αδικημένο, σίγουρο για το δικό του αλάθητο, αντιστέκεται στη διάλυσή του και, μιλώντας για τα κοινωνικά δίκτυα, στην πραγματικότητα πρέπει να φτιάξεις έναν άλλο όχλο, μια άλλη μάζα αποδοχής, πολλών likes και retweets έχοντας, βέβαια, ήδη ηττηθεί, αφού έτσι αποδέχεσαι τους όρους του όχλου για να υπάρξεις. (…)
Ο όχλος των κοινωνικών δικτύων, Σίσσυ Αλωνιστιώτου
“Διάφορα είναι τα αίτια που προσδιορίζουν την εμφάνιση των ειδικών χαρακτήρων στους όχλους. Το πρώτο είναι ότι το άτομο μέσα στον όχλο αποκτά και μόνο με τον αριθμό του, ένα συναίσθημα ακατανίκητης δύναμης που το κάνει να παραδίδεται σε ένστικτα τα οποία αν ήταν μόνο του θα φρόντιζε με βιασύνη να τα συγκρατήσει” έγραφε ο Gustave Le Bon έναν αιώνα πίσω στο βιβλίο του “Η ψυχολογία των όχλων”.
“Ένα δεύτερο αίτιο είναι το ότι η σκέψη μεταβιβάζεται κατά ομοιόμορφο τρόπο οριοθετώντας την εκδήλωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του πλήθους και ταυτόχρονα καθορίζοντας τον προσανατολισμό τους. Η μεταβίβαση αυτή είναι ένα γεγονός που θα μπορούσε να συνδυαστεί με τα φαινόμενα του ομαδικού υπνωτισμού. Μέσα στον όχλο, το κάθε συναίσθημα, η κάθε πράξη είναι μεταδοτική και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε το άτομο να θυσιάζει πολύ εύκολα το ατομικό του συμφέρον για χάρη του ομαδικού. Όμως αυτό είναι μια ικανότητα αντίθετη προς τη φύση του ανθρώπου την οποία δεν επιδεικνύει καθόλου, παρά μόνον όταν αποτελεί τμήμα του όχλου“, συμπλήρωνε. Και συμπληρώνω κι εγώ πως το ομαδικό συμφέρον νοείται εδώ ως επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου και όχι κατ’ ανάγκην η διασφάλιση μιας ευνοϊκότερης συνθήκης για όλα τα μεμονωμένα άτομα. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η μαζοποίηση λειτουργεί συνεκτικά για την πολυπόθητη ενότητα και αντίστοιχα περιπτώσεις όπου λειτουργεί αποχαυνωτικά και ωθεί σε έναν ψευτο-διχασμό, σε πόλωση που εξυπηρετεί εν τέλει, μόνο τον κοινωνικό αυτοματισμό. Στρατόπεδα δομούνται και τα ΜΚΔ μας σπρώχνουν βιαίως να ενταχθούμε σε ένα προδικάζοντας το ως το “απόλυτο καλό” και τα υπόλοιπα ως το “απόλυτο κακό”. Η υποκειμενικότητα του ατόμου γίνεται έννοια άγνωστη για το μανιχαϊστικό εύπλαστο σώμα που με μπροστάρη το δήθεν συλλογικό συμφέρον γκρεμίζει κάθε ίχνος εξατομικευμένης, νηφάλιας κρίσης.
Ίσως η πλατφόρμα να εκπέμπει μια οικειότητα η οποία μας επαναπαύει, μας αφοπλίζει και εν τελεί μας μεταπλάθει σε πρόβατα. Πρόβατα που οδεύουν προς τα κρεματόρια της παραπληροφόρησης και της προπαγάνδας. Αχ αυτές οι δύο! Μπορεί να πηγάζουν τόσο από τις ίδιες τις πλατφόρμες-εταιρίες, όσο και από χρήστες. Στους χρήστες συμπεριλαμβάνονται από ΜΜΕ εφοπλιστικής ιδιοκτησίας μέχρι τον ταρίφα της γειτονιάς. Η αναπαραγωγή απόψεων και ειδήσεων, προστατευόμενη από την ελευθερία της έκφρασης και του τύπου, συντελείται ανάλογα με τα συμφέροντα και την κριτική ικανότητα του χρήστη. Δεν υπάρχει περιορισμός άνωθεν (όχι άμεσα τουλάχιστον, γιατί η ελευθεροτυπία έχει εγκαταλείψει σαν πρόσφυγας τη χώρα μας). Δεν υπάρχει πιστοποιητικό εγκυρότητας στα ποστ που βλέπουμε. Δυστυχώς, το γεγονός αυτό παραβλέπεται και καταναλώνουμε άκριτα ότι ξεπηδήσει μέσα στη φούσκα μας. Πορευόμαστε με μία απατηλή αίσθηση σφαιρικότητας και ανεξαρτησίας επειδή εμπλουτίζουμε τις γνώσεις μας με καινούργιες οι οποίες όμως, συνήθως, θρέφουν τη φούσκα αντί να την τρυπάνε. Πόσο εύκολα απεγκλωβιζόμαστε από το comfort zone μας;
Εξάλλου, υποφέρουμε “από το φαινόμενο της γνωστικής ασυμφωνίας (cognitive dissonance), το οπόιο εκδηλώνεται όταν νεοπροσλαμβανόμενες πληροφορίες θέτουν σε αμφισβήτηση τις μέχρι πρότινος απόψεις, ιδέες, πεποιθήσεις, αξίες ή τα συναισθήματα μας, το οικοδόμημα που στηρίζει την στάση μας απέναντι στον υπόλοιπα κόσμο και τα πράγματα ή περαιτέρω μας εξέλκουν βυθού τινός αγνοίας. Η δημιουργημένη αυτή ασυμφωνία μεταξύ των μέχρι πρότινος εσωτερικών μας πεποιθήσεων και των αποκλινόντων πλέον εξωτερικών ερεθισμάτων μας προκαλεί αίσθημα έντονης δυσαρέσκειας, με αποτέλεσμα να αναπτύσσουμε την τάση να προσλαμβάνουμε νέες πληροφορίες μόνο επιλεκτικά, ήτοι να αποδίδουμε σημασία μόνο σ’ εκείνες τις πληροφορίες που μας είναι αρεστές και συνειδητά να παραβλέπουμε ή να υποβαθμίζουμε την σημασία άλλων που διαψεύδουν ή έρχονται σε αντίθεση με τις μέχρι πρότινος εκτιμήσεις μας (…) Με άλλες λέξεις αντί να προσπαθήσουμε να προσαρμοστούμε στη νέα πληροφοριακή πραγματικότητα και ενδεχομένως να διορθώσουμε προηγούμενες εσφαλμένες κρίσεις ή επιλογές μας, προτιμούμε συχνά, για λόγους -πρόσκαιρης- ψυχικής ικανοποίησης, να προσαρμόσουμε την πραγματικότητα στα μέτρα μας, με επιζήμιες ωστόσο μακροπρόθεσμα συνέπειες (…)” όπως εξηγεί ο Α. Καραμπατζός στο βιβλίο του “Ιδιωτική Αυτονομία και προστασία του καταναλωτή”.
Καθώς η ανακυκλωτική μας τάση ευνοείται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν κάνει εντύπωση η απόπλευση από βιβλία, ιστοσελίδες και εφημερίδες υπέρ των πρώτων.
Λαίμαργοι για το φτωχότερο έδεσμα
Η Digital News Report γράφει στην ετήσια έκθεση της: (…) survey of over 93,000 online news consumers in 46 markets covering half of the world’s population. The report documents how video-based content, distributed via networks such as TikTok, Instagram and YouTube are becoming more important for news, especially in parts of the Global South, while legacy platforms such as Facebook are losing influence.
Απ’ ότι φαίνεται η εικόνα απεμπολεί όχι μόνο τα βιβλία αλλά μέχρι και και το σύντομο σχολιασμό που έδραζε στο Facebook. Ο λόγος, τα κείμενα συρρικνώνονται σταδιακά όλο και περισσότερο υποδεχόμενα τα διαδικτυακά fast-food. Ως γνήσια τέκνα του ωχαδελφισμού επιζητούμε το πιο νόστιμο για να αποφορτιστούμε από τη μίζερη ρουτίνα, ακόμη κι αν είναι ποιοτικά αιχρό. Η πρόσκαιρη ηδονή βάζει κάτω το μακροπρόθεσμο όφελος. Το “εκπαιδευμένο χέρι” θα ταϊσει το “πεινασμένο μυαλό” με κάτι ανάλαφρο, που δεν απαιτεί την ενεργοποίηση της προσοχής και της κρίσης -η οποία ατροφεί διαρκώς χάρη στην απλοικότητα που διέπει τις δημοσιεύσεις. Παραβλέπουμε ότι κάθε έξωθεν μήνυμα απαιτεί την κριτική μας εγρήγορση και αναλωνόμαστε σε ασημαντότητες. Γι’ αυτό, άλλωστε, τα Μέσα Ενημέρωσης αναγκάζονται να εισβάλλουν στο ξέγνιαστο περιβάλλον των κοινωνικών δικτύων τα οποία ανάγονται σε πηγή πληροφόρησης όλο και μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού. Έτσι, μολαταύτα, ενημερωνόμαστε από μη δημοσιογράφους οι οποίοι ευλόγως δεν μεταφέρουν ειδήσεις με ποιοτικούς όρους &, από την άλλη, από δημοσιογράφους, οι οποίοι προσπαθώντας να κάνουν την είδηση πιο εύπεπτη σε ένα περιβάλλον που -μηχανικά- αφιερώνονται δευτερόλεπτα σε κάθε δημοσίευση, υποβαθμίζουν κατακόρυφα την ποιότητα ελπίζοντας τουλάχιστον να γνωστοποιηθεί τουλάχιστον ότι υπάρχει είδηση.
Έκτος από την “διανοητική τεμπελιά”, πάντως, η αιτία για την πτώση των ΜΜΕ στην ιεραρχία των ενημερωτικών πηγών ευρίσκεται και στο γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι -ειδικά στη χώρα μας- παίρνουν διαζύγιο από το λειτούργημα τους. Η χειραγώγηση των ΜΜΕ από την πολιτική και οικονομική ελίτ, έχει γίνει τόσο ξεδιάντροπα αηδιαστική ώστε στρέφει όλο και περισσότερο κόσμο σε μεμονωμένους δημοσιογράφους, ακτιβιστές και λογαριασμούς που εκπέμπουν εμπιστοσύνη. Εμπιστοσύνη πως δεν είναι υπάλληλοι του “Μεγάλου Αδελφού” -οι Έλληνες είναι ο μοναδικός λαός που εμπιστεύεται περισσότερο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε σχέση με τα παραδοσιακά μέσα, μεταξύ δέκα χωρών. Η εξέλιξη αυτή, ωστόσο, δεν λύνει το πρόβλημα, απλώς το μεταφέρει σε μια νέα, γυαλιστερή πίστα με τις επιπρόσθετες συνέπειες που προαναφέρθηκαν.
(…) Παραδόξως, το γεγονός ότι ακούμε σπάνια για την κρίση της προσοχής, είναι τεκμήριο της ενοχής της. Αδυνατούμε να δώσουμε προσοχή ακόμη και στο μήνυμα που μας λέει ότι δεν δίνουμε προσοχή.
Στο βιβλίο του «Stolen Focus, Why You Can’t Pay Attention» (εκδ. Crown), ο Γιόχαν Χάρι υποστηρίζει ότι ο κόσμος μας κινδυνεύει απ’ τον ύπουλο εχθρό της αδυναμίας συγκέντρωσης. Ταξιδεύει σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, αναζητάει ειδικούς, επικαλείται περισσότερες από 250 έρευνες και στοιχεία. Για τον ερευνητή, όλα δείχνουν ότι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ακραίο φαινόμενο, σε μια άνευ προηγουμένου κρίση ανθρώπινης προέλευσης. Πανίσχυρες δυνάμεις έρχονται και κλέβουν την προσοχή μας, αποδυναμώνοντάς μας. Επειδή αδυνατούμε να εστιάσουμε για αρκετή ώρα κάπου, θυσιάζουμε την εμβάθυνση, γινόμαστε πιο επιφανειακοί στοχαστές, κι έτσι υπονομεύουμε την ικανότητά μας να λύνουμε τα όλο και πιο περίπλοκα προβλήματα που εμφανίζονται στον δρόμο μας.
Αν αδυνατείτε κι εσείς οι ίδιοι να συγκεντρωθείτε σε μια δραστηριότητα επί μακρόν, αν πιάνετε τον εαυτό σας κάθε λίγο να τσεκάρει το κινητό του, αν νιώθετε ότι η σκέψη σας είναι πλέον πιο ρηχή, αν αισθάνεστε εξαντλημένοι και υπερβολικά στρεσαρισμένοι, πάσχετε κι εσείς απ’ την ίδια ασθένεια της εποχής. Ο Ελβετοβρετανός είναι προσεκτικός και δεν την αποκαλεί επιδημία. Αφήνει έναν ειδικό να το πει. Εδώ δεν υπάρχει ιός, αλλά μια σκόπιμη δράση επιχειρήσεων που αποκομίζουν κέρδη επιδρώντας στην ικανότητά μας να μένουμε συγκεντρωμένοι σ’ ένα πράγμα. Αναπόφευκτα, η έρευνα στρέφεται στον επιζήμιο ρόλο των social media.
Ο δημοσιογράφος αποφασίζει κάποια στιγμή να καταφύγει σ’ έναν ξένο τόπο για να αποτοξινωθεί απ’ τα νέα μέσα. Επί τρεις μήνες διακόπτει τις σχέσεις του με το κινητό και τις οθόνες, κι ανακαλύπτει μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα συνθήκη, που του αλλάζει τη ζωή. Επιστρέφοντας στη ρουτίνα του, όμως, πέφτει ξανά στην ίδια παγίδα των αδιάκοπων περισπασμών. Το βιβλίο ξεχειλίζει από δεδομένα και μαρτυρίες, οι οποίες ενοχοποιούν, όχι άδικα, τα τεχνολογικά εργαλεία και τις επιχειρήσεις που τα εκμεταλλεύονται. Μοιάζει να έχουμε παγιδευτεί όλοι στο περίφημο «κουτί του Σκίνερ», γράφει ο Χάρι, είμαστε τα πειραματόζωα σ’ ένα πείραμα χειραγώγησής μας. Πνιγόμαστε στην πληροφορία κι έχουμε ενίοτε την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε εμείς να έχουμε τον έλεγχο. «Είναι δυνατόν να τρως κάθε μέρα σε fast food και να είσαι λεπτός;», αναρωτιέται ρητορικά ο συγγραφέας.
«Ζούμε σ’ ένα συνεχές παράδοξο», προσθέτει, «τα πράγματα που πρέπει να κάνουμε είναι τόσο προφανή που έχουν γίνει ξεπερασμένα: πρέπει να επιβραδύνουμε, να κάνουμε ένα πράγμα τη φορά και να κοιμόμαστε περισσότερο. Ωστόσο, κάνουμε τα αντίθετα». Βιαζόμαστε διαρκώς, κάνουμε πολλά πράγματα μαζί και κοιμόμαστε όλο και λιγότερο. Εχουμε δαιμονοποιήσει την ονειροπόληση, το ταξίδι της σκέψης, ενώ αυτή είναι το κλειδί της καλύτερης σκέψης. «Μπορεί το παιδί που κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο την ώρα του μαθήματος, να κάνει το πιο χρήσιμο πράγμα αναφορικά με τη σκέψη του», γράφει.
Αναμενόμενα, η συζήτηση στρέφεται στα παιδιά και τη διάσπαση της προσοχής, ένα θέμα για το οποίο υπάρχει μεγάλη διχογνωμία στην επιστημονική κοινότητα. Οι ειδικοί με τους οποίους μιλάει ο Χάρι, του λένε ότι τα παιδιά με διάσπαση βιώνουν υπερβολικό στρες. Αν ένα παιδί μεγαλώνει σ’ ένα περιβάλλον με πολύ στρες, έχει περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξει διάσπαση προσοχής, να δυσκολεύεται δηλαδή να συγκεντρωθεί. Αν οι γονείς φροντίσουν να δημιουργήσουν ένα ασφαλές και ήρεμο περιβάλλον, αν οι ίδιοι κοιτάξουν το δικό τους στρες, τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά. Ταυτόχρονα, ο Χάρι τονίζει τις ευεργετικές συνέπειες του ελεύθερου παιχνιδιού. «Μαθαίνεις να μαθαίνεις παίζοντας», γράφει, «το παιχνίδι είναι η κύρια τεχνολογία μάθησης των παιδιών».
Πουθενά αλλού, όμως, δεν αποτυπώνεται πιο γλαφυρά η πραγματικά καταστροφική επίδραση της διάσπασης της προσοχής, απ’ την οδική ασφάλεια. Εκτιμάται ότι παγκοσμίως ένα στα πέντε θύματα των τροχαίων συγκρούσεων οφείλεται στην απόσπαση της προσοχής του οδηγού. Αντί να κοιτάζουμε τον δρόμο, κοιτάζουμε οθόνες και σκοτωνόμαστε. Πολύ απλά. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Οσοι γλιτώνουμε, βιώνουμε μια σειρά υποχωρήσεων. Μια έρευνα έχει αποδείξει ότι όταν ένας εργαζόμενος σε γραφείο σταματάει τη δουλειά του για να τσεκάρει το ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο ή να απαντήσει σε κάποια τηλεφωνική κλήση, το IQ του πέφτει αμέσως κατά 10 μονάδες. Είναι το διπλάσιο απ’ το αν κάπνιζε μαριχουάνα.
Ενα άλλο αξιοσημείωτο δεδομένο της κρίσης της προσοχής είναι ότι έχουμε πάψει να διαβάζουμε μεγάλα κείμενα, και αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα σύμφωνα με τον συγγραφέα. «Το μέσο που μας εξηγεί καλύτερα απ’ όλα τα άλλα τις προόδους που κάναμε τα προηγούμενα 400 χρόνια βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση», γράφει ο Χάρι. Το ποσοστό των Αμερικανών που διαβάζουν για ευχαρίστηση βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό. Εχει πέσει κατά 40% στους άνδρες και 29% στις γυναίκες. Επιπλέον, το 57% των Αμερικανών δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο. Το 2017, ένας τυπικός Αμερικανός πέρασε 17 λεπτά την ημέρα διαβάζοντας κάποιο βιβλίο και 5,4 ώρες στο κινητό του τηλέφωνο. (…)
Ο Χάρι επικαλείται τη μαρτυρία ενός καθηγητή του Χάρβαρντ, ο οποίος χρησιμοποιεί βίντεο και άλλα μέσα προκειμένου να κινητοποιήσει το ενδιαφέρον των φοιτητών του, γιατί εκείνοι δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να διαβάσουν μεγάλα κείμενα. «Αραγε, σε λίγο θα γίνει η ανάγνωση μεγάλων κειμένων μια ενασχόληση κάποιας ελίτ, κάτι σαν την όπερα;» αναρωτιέται ρητορικά.
Ο συγγραφέας επικαλείται τον θεωρητικό Μάρσαλ Μακ Λούαν και τη διάσημη ιδέα του, που λέει ότι «το μέσο είναι το μήνυμα». Κάθε φορά που χρησιμοποιούμε ένα νέο μέσο βάζουμε ένα καινούργιο ζευγάρι γυαλιά για να βλέπουμε την πραγματικότητα, επισημαίνει. Ποιο είναι το μήνυμα του Facebook, του Twitter, του Instagram; Είναι ότι πρέπει κανείς να επιδεικνύεται διαρκώς στους άλλους για να κερδίζει την προσοχή τους. Και ποιο είναι το μήνυμα του βιβλίου ως μέσου; Το βιβλίο σού λέει ότι ο κόσμος είναι περίπλοκος, ότι πρέπει να του διαθέσεις χρόνο και να επιβραδύνεις. Το βιβλίο σού λέει ότι υπάρχει αξία στο να περιορίσεις σ’ ένα πράγμα την προσοχή σου και ότι αξίζει να εμβαθύνεις στον τρόπο σκέψης των άλλων· έχουν όλοι εξίσου περίπλοκες εσωτερικές ζωές όσο κι εσύ.
Το ζητούμενο, όμως, είναι να αναζητηθούν λύσεις. «Οπως τα βιβλία με τις δίαιτες δεν λύνουν το πρόβλημα της παχυσαρκίας, έτσι και τα βιβλία με τις ψηφιακές δίαιτες δεν λύνουν το πρόβλημα της προσοχής», σημειώνει ο Χάρι. Εν μέρει, μπορεί απέχοντας να καταφέρεις μια μείωση των συμπτωμάτων σου κατά 20%, αλλά το πρόβλημα δεν θα έχει λυθεί. Η κρίση είναι δομική. Ο ακτιβιστής και πρώην υπάλληλος της Google Τρίσταν Χάρις υπογραμμίζει ότι «μπορείς να προσπαθήσεις να εξασκήσεις τον αυτοέλεγχό σου, αλλά πίσω απ’ την οθόνη εργάζονται χίλιοι μηχανικοί εναντίον σου». Ο αγώνας είναι άνισος. Επομένως, το πρόβλημα χρήζει ρυθμιστικής λύσης.
Ο Χάρι πιστεύει ότι πρέπει να απαγορευθούν τα social media με τη μορφή που έχουν σήμερα. Αυτό υποστηρίζει ότι μπορεί να το κάνει μόνο μια κυβέρνηση υπό την πίεση ενός δημοκρατικού κινήματος. Δεν θα είναι πρώτη φορά που κάτι επιβλαβές απαγορεύεται. Ο μόλυβδος στα χρώματα ήταν σε ευρεία χρήση πριν απαγορευθεί διά νόμου.
Ο συγγραφέας επικαλείται την ομοφυλοφιλία του για να αναδείξει τη δύναμη των κινημάτων. Πριν από μερικά χρόνια, η δήλωση αυτή θα τον έβαζε στη φυλακή, σήμερα μπορεί, αν θέλει, ακόμη και να παντρευτεί. Ενδεχομένως το μέτρο που διακονεί να ακούγεται ακραίο –και είναι– αλλά υποδηλώνει εμφατικά το μέγεθος μιας κρίσης που τη βιώνουμε όλοι ανεξαιρέτως. Αν κάποιος εστιάσει χωρίς παρωπίδες στο πρόβλημα, θα συνειδητοποιήσει ότι οι περισπασμοί μοιάζουν πράγματι θηριώδεις και ανυπέρβλητοι. Δεν είναι όμως. Εμείς, συλλογικά και ατομικά, το επιτρέπουμε αυτό να γίνεται πάνω μας. Μπορούμε, επομένως, να δούμε την έκκληση του Χάρι και σαν έναν αληθινό συναγερμό.
Αν κατορθώσατε να μείνετε συγκεντρωμένοι έως το τέλος του κειμένου, υπάρχει μεγάλη ελπίδα.
Κινητό, χειρότερο από μαριχουάνα… , Μανώλης Ανδριωτάκης
<<Διαβάζαμε στις εφημερίδες για τις επιθέσεις που είχαν κάνει οι τύποι του Πράβι Σεκτόρ. Είχαν σπάσει το κρανίο ενός περαστικού στην οδό Λεβ Τολστόι, είχαν σκοτώσει με πολυβόλα τρεις αστυνομικούς στην περιοχή όπου μένω, είχαν απαγάγει την κόρη του δημάρχου και την κρατούσαν ως όμηρο, για να τον εξαναγκάσουν (με επιτυχία) να υπακούσει στις επιθυμίες τους. Χτυπούσαν, λήστευαν περαστικούς και τράπεζες, τρομοκρατούσαν τις οικογένειες των πολιτικών αντιπάλων. Όλα αυτά τα έκαναν χωρίς να διατρέχουν κανένα κίνδυνο, διότι ήταν οι ήρωες του Μαϊντάν. Τους επιτρέπονταν τα πάντα.
Έτσι δολοφόνησαν και την Άλα Νικολάγιεβνα. Η φίλη και συγκάτοικος της μας είπε ότι μια μέρα χτύπησαν το κουδούνι. Ήταν οι τύποι από το Μαϊντάν, οπλισμένοι με ρόπαλα. Άρχισαν αμέσως να χτυπούν την Άλα στο κεφάλι. Μετά έδεσαν τη φίλη. Στο σπίτι τους είχαν γούνες, κοσμήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Τα πήραν όλα.
Ένα έγκλημα το οποίο θα έμενε σίγουρα ατιμώρητο. Οι επιτιθέμενοι το γνώριζαν αυτό. Κι έτσι έγινε. Στους τύπους του Μαϊντάν δεν ήταν δυνατόν να κάνει κανείς μήνυση. Εμείς στο Ινστιτούτο μάθαμε για το θάνατο όταν η Άλα είχε ήδη ταφεί. Κανένας δε τόλμησε να πει δημόσια την αλήθεια. Την αλήθεια την αφηγηθήκαμε ο ένας στον άλλο μόνο ψιθυριστά. Στο Κίεβο, δε μπορείς πια να πεις την αλήθεια. Ο κίνδυνος είναι τεράστιος.
Αν έχουν βελτιωθεί τα πράγματα από τότε; Όχι. Οι φασιστικές πολιτοφυλακές κυκλοφορούν ακόμη πάνοπλες. Η αστυνομία δεν ελέγχει τίποτα. Τώρα υπάρχει η δικαιολογία της αποσχιστικής απειλής, της απειλής της Ρωσίας. Το 2009 τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Οι φασιστές άρχισαν να παρελαύνουν δύο φορές το χρόνο: τη μέρα της γέννησης του αρχηγού των Ουκρανών εθνικιστών, Στεπάν Μπαντέρα, και τη μέρα της δημιουργίας του Ουκρανικού Επαναστατικού Στρατού, εκείνου που συνεργάστηκε με τους ναζί κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, που πυροβολούσε τους Σοβιετικούς στρατιωτικούς και τους αντιστασιακούς. Όργωναν την πόλη με πυρσούς, φωνάζοντας συνθήματα που υποκινούσαν σε εκδηλώσεις βίας: κρεμάστε τους κομμουνιστές, σφάξτε τους Ρώσους με μαχαίρια, σκοτώστε τους Εβραίους. Καμία από αυτές τις παρελάσεις δεν απαγορεύτηκε ποτέ, κανένας από αυτούς δε συνελήφθη ποτέ, κανένας από αυτούς δε καταδικάστηκε ποτέ.
Η ναζιστική βία δεν έχει καμία σχέση με την ανάγκη για κοινωνικές αλλαγές. Απεναντίας, έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τα παράλογα και ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου. Αυτός είναι ο σκοπός που εξυπηρετούν τα συνθήματα που φωνάζουν και επαναλαμβάνουν σε εμμονικό βαθμό. Συνθήματα αντιγραμμένα κατά γράμμα από εκείνα που χρησιμοποιούσαν οι ναζί πριν από ογδόντα χρόνια. Τα ίδια ναρκωμένα πλήθη. Τα ίδια ψέματα. Η ίδια παραποίηση των γεγονότων.
Όποιος πιστεύει ότι όλα αυτά δεν υπάρχει περίπτωση να συμβούν ποτέ στη δική του χώρα κάνει πολύ μεγάλο λάθος. Και στην Ουκρανία αυτό πιστεύαμε πριν από το 2004 >>.
Με αυτή τη μαρτυρία κλείνει το βιβλίο του Φράνκο Φρακάσι “Τέταρτο Ράιχ, από τον β’ Παγκόσμιο πόλεμο στον πόλεμο της Ουκρανίας”. Το πραξικόπημα του Κιέβου δεν έπεσε από τον ουρανό. Η ευρωπαϊκή πρωτεύουσα βρίσκεται στο έλεος των νεοναζιστικών ταγμάτων εφόδου, παραστρατιωτικών ομάδων που εκπαιδεύονται από τους τοπ στο αντικείμενο σε νατοϊκές βάσεις. Με τη βοήθεια της CIA, κυβερνήσεων των ΗΠΑ, μεγαλοεπιχειρηματιών, τραπεζιτών και πολλών ισχυρών προσωπικοτήτων, οι εγκληματίες πολέμου την έβγαλαν λάδι μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου. Το Gladio (η μεγαλύτερη νεοναζιστική οργάνωση) άπλωσε τα πλοκάμια του από τη Λατινική Αμερική ως την Ευρώπη και το ιμπεριαλιστικό πλάνο των ΗΠΑ κύλησε πανέμορφα. Παραθέτω από το βιβλίο: <<Από το 1991 μέχρι σήμερα, η ουκρανική Ακροδεξιά έχει χρησιμοποιηθεί για τη διεξαγωγή μιας σειράς από στρατιωτικές επιχειρήσεις που σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να συνδεθούν με το Λευκό Οίκο. Μερικά παραδείγματα; Η Λιθουανική Επανάσταση το 1991, το πραξικόπημα στη Μόσχα το 1991, ο πόλεμος μεταξύ Υπερδνειστερίας και Μολδαβίας το 1992, ο πόλεμος στην Αυτόνομη Δημοκρατία της Γεωργίας το 1992-93, ο πόλεμος στην Τσετσενία το 1995-96, ο πόλεμος στο Κοσσυφοπέδιο το 1999, ο πόλεμος στη Νότια Οσετία το 2008>>. Η χρηματοδότηση των ταγμάτων θανάτου Κόντρας (σκάνδαλο Ιρανγκέιτ); Να προστεθεί η συνεργασία με τον δικτάτορα της Χιλής Πινοσέτ; Με τον δικτάτορα του Παναμά και της Αργεντινής; Τους δεξιούς των υπολοίπων χωρών της Λατινικής Αμερικής; Με τη Γαλλική εξουσία και τα ανδραγαθήματα της στον αντιαποικιοκρατικό πόλεμο (Αλγερία); Οι κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας από τι αλάνια απαρτίζονται άραγε;
Τώρα, τα περί Ελλάδος: <<Χωρίς την οικονομική, οργανωτική και πολιτική στήριξη των ΗΠΑ, το πραξικόπημα δε θα είχε πραγματοποιηθεί ποτέ. Και έπρεπε να πραγματοποιηθεί. Αυτό υποδείκνυε το σχέδιο συγκράτησης του κομμουνισμού που είχε καταρτίσει η CIA σε συνεργασία με το Πεντάγωνο: η Επιχείρηση Χάος. Ο Παπαδόπουλος υπήρξε συνεργάτης των ναζί κατά τον β παγκόσμιο πόλεμο. Όπως πολλοί άλλοι ναζί (δεκάδες χιλιάδες), μετά τη λήξη της σύγκρουσης είχε προσληφθεί από τις ΗΠΑ και είχε εκπαιδευτεί από τη CIA στον κρυφό αγώνα κατά του κομμουνισμού. Οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ είχαν στενότατους δεσμούς με τις ελληνικές>>. Ο Φρακάσι δεν παραλείπει να αναφερθεί στις σχέσεις της Χρυσής Αυγής με την αστυνομία, τις Ειδικές Δυνάμεις, τα σώματα ασφαλείας και την ΕΥΠ. Ο Μιχαλολιάκος αποδείχθηκε ότι ήταν μισθωτός πληροφοριοδότης των μυστικών υπηρεσιών. Και, αλίμονο, <<τα περισσότερα μέλη της Χρυσής Αυγής οπλοφορούν παράνομα, προμηθευόμενοι όπλα από βουλευτές (της ΝΔ) και παρουσιαζόμενα ως συνοδοί τους>>.
Τελειώνοντας το βιβλίο του Φρακάσι, αποτέλεσμα 25ετούς έρευνας, αντιλαμβάνεται κανείς το εξής: Όποια πέτρα και να σηκώσεις, υπάρχει ένα νόμισμα από κάτω. Η μια του όψη ένα φασιστόμουτρο & η άλλη η καβλωμένη οικονομική ελίτ.
Σχέση αλληλεξάρτησης και αγάπης: άμα οι τιτάνες τραβήξουν παραπάνω το σχοινί της εξαθλίωσης και οι φιλανθρωπίες δε ξεπλύνουν τα ματωμένα χέρια τους, καλούν τους ακατανόμαστους στο σόου για να αποστρέψουν την οργή των καταπιεζομένων από πάνω τους. Μα γιατί ευνοείται πάντα η ακροδεξία από τις κρίσεις; Μα για να επιβιώσουν οι αχόρταγοι. Ποιοι θα κάνουν τη βρωμοδουλειά να πακετάρουν με μίσος την αγανάκτηση και να την πυροβολήσουν (ίσως και κυριολεκτικά) στον αποδιοπομπαίο τράγο; Ποιοι άραγε;
Ο Άρης Χατζηστεφάνου φωτίζει με το ντοκιμαντέρ του την ερωτική αυτή σχέση…
Ποια εστί η ευθύνη του καθενός εν τέλει; Ίσως… να φωνάζει όταν γίνονται εγκλήματα, ειδικά αν γίνονται στο όνομα του, της χώρας του, της θρησκείας του, του φύλου του, της ιδεολογίας του… Να φωνάζει την αλήθεια. Για να μη ξυπνήσει ένα πρωί οπότε το ψέμα και ο παραλογισμός έχουν γίνει πραγματικότητα & η αλήθεια μεταφράζεται προδοσία. Τόσο απλό μα τόσο δύσκολο. Γιατί σήμερα τον άνθρωπο τον φοβίζουν λιγότερο οι ναζί από το να λογοκριθεί στα Social media.