Category Archives: paraloga

Κήπος με μικρόβια

Ξέρεις, χαμογελάει η ψυχή μου όταν ακούω τα θαμμένα παράπονα. Είναι για μένα ένα ευχάριστο παιχνίδι να τα ξεχωρίζω ανάμεσα στις χιλιοεξωτερικευμένες λέξεις, πίσω από τις τυπικότητες και τις συμβάσεις με τον κοινωνικό θεό. Όταν τις ακούω, σαν να χορταίνω την μυστική αποθήκη μου, την αραχνιασμένη. Γιατί, βλέπεις, ποιος ο λόγος να την καθαρίσω αν δεν καλώ ποτέ κανέναν εκεί; Οι λέξεις της αλήθειας, όμως, είναι συντροφιά στα ενδότερα μικρόβια μου, αυτά που κολυμπάνε στον βρώμικα αέρα της μητρόπολης, εκεί, σε κάθε μου βήμα, στα ναρκωμένα πεζοδρόμια, στους σκονισμένους οικοδεσπότες των βιβλίων, στα πράσινα και γκρίζα υψόμετρα των αθέατων θεατών, στις μουσικές τρύπες της κατανάλωσης και τις γυάλινες καταπιόλες του χρόνου και της ξεγνοιασιάς. 

Δε ξέρω τι με σώζει; Ίσως η τριβή των δικών μου μικροβίων με των ξένων, που καταλήγει σε έναν ζεστό πυρετό, πολύ θερμότερο από την τριβή μουγγών σωμάτων. Αλλά γιατί είναι τόσο αόρατα ηδονιστικό; Μου τα χύνουν, λες κι είμαι χειρούργος πορνοστάρ σε αναμονή. Είναι μια κατάκτηση το άνοιγμα. Μπορείς να μπήξεις την σημαία σου σε αυτόν τον λιγοστό χρόνο. Δευτερόλεπτα; Λεπτά; Ώρες; Γι’ αυτό οι καύλες μου βρυχώνται. Αυτή η μαύρη τρύπα σηματοδοτεί την έλευση της εξαντλημένης παράδοσης. Η εξουσία φταίει! Ναι! Αυτή η γαμημένη ευχαρίστηση έγκειται στην νομιμότητα της κατακρεούργησης και ταυτόχρονα στην συναίνεση για εισχώρηση. Γιατί είναι ένα παιχνίδι το οποίο παίζεται μόνο με ομοφωνία στο εκατό τοις εκατό, με δύο λευκές σημαίες. Ναι, ίσως και παραπάνω. Αλλά όσο περισσότεροι παίκτες τόσο απιθανότερο το ναυάγιο. Δεν χωράνε πολλοί σε ένα φέρετρο, και οι κανόνες είναι να θαφτεί όπως ξεπρόβαλε, βρεγμένο, ειρηνευμένο και ανακουφισμένο, με καλπάζουσες ανάσες να παρακαλάνε για ανακωχή.

Αγναντεύω κινηματογραφικά ακούνητος. Η αύρα ενέχει κάτι το απαγορευμένο. Και όπως σε κάθε στιγμή εγκληματικής πράξης —εφόσον και αν δεν ανήκω στην κάστα των ιδιοκτητών της ανθρωπότητας— το ρίγος του κινδύνου μου κλείνει το στόμα. Την τρύπα της αντεπίθεσης και της καθησύχασης. Σαν γατί πρέπει να περπατήσω στο λαδωμένο με αινίγματα και ταυτότητες δάπεδο. Ακατανόητες μουτζούρες, κατανοητές επικολλήσεις, παρόντες μέλλοντες και αθάνατοι παρελθόντες.

Σε αντίθεση με χριστιανούς και Εβραίους, για μένα η αποκάλυψη δεν είναι το τέλος, είναι ένας σταθμός αναζωογώνισης. Γιατί ξέρω ότι σύντομα θα ακουστεί το σφύριγμα και, ανάθεμα, θα στροβιλίσω μοναχός και πάλι μέχρι τον επόμενο. Αλλά αυτοί οι στρόβιλοι δεν είναι που κάνουν τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, τις ώρες του ξεγυμνώματος της ισότητας τόσο συναρπαστικές. Νίκη σημαίνει θάνατος του έρωτα. Και αν νίκη, για μένα, είναι ο έρωτας με την αλήθεια, τότε είμαι καταδικασμένος στις ράγες της ήττας. Αποκρουστικός κυνηγός ανθρώπων. Τα μάτια μου δεν βλέπονται και τα είδωλα τους δεν βλέπονται με τα μάτια. 

Ανοίγω, κλείνω, τρέχω.

Ας αναμετρηθούμε, όμως, επιτέλους. Θυμάμαι τους ακανόνιστους κομπασμούς σου, να θωπεύουν τις χορδές σου και να κυλιούνται στο απτόητο τραγούδι του εγκλωβισμού σε ένα κενό που δε σε χωράει. Καμία φορά νιώθω λίγο μαλάκας… δηλαδή σαν επιστήμονας νεκρολόγος που εξετάζει με πύρινο θαυμασμό τα ζώντα ενδιαφέροντα του. Μισό λεπτό, όμως, μη με παρεξηγείς. Μπορεί να πετάω έξω από το παρόν για μια ξεζουμαρισμένη ικανοποίηση αλλά δεν ξεζουμίζω για την πάρτη μου. Απλώς θέλω να φωτογραφίσω το αχαρτογράφητο, να αποθηκεύσω το αδάμαστο, να χωνέψω το μεγαλείο. Συγγνώμη. Κανένα παλάτι δε με συγκινεί όσο το ανθρώπινο. Είσαι, λοιπόν… ή, ορθότερα, γίνεσαι μια πηγή έκστασης με άγνωστη διάρκεια δράσης και ένα γερανό χαμογέλου που δε σκουριάζει και με σηκώνει από τα πιο σκούρα μου τετράγωνα. 

Πες μου και άλλα, σε παρακαλώ, μη φοβηθείς. Υπόσχομαι να μην πειράξω τίποτα. Θα περιπλανηθώ στους κήπους σου, σαν τιποτένιος καβαλάρης. Θα μυρίσω τα χρώματα των λουλουδιών, διαβάζοντας τις ετικέτες, τις υποσχέσεις και τις αλτρουιστικές ελπίδες στα μαραμένα και τα ανθισμένα εμφυτεύματα στο χώμα σου, θα ακουμπήσω τα αγάλματα σου, τα χρονολογούμενα από τις ημέρες που δεν μετρούσες τις μέρες αμετακίνητα έργα σου. Θα κάτσω στο παγκάκι σου, κάτω από την άκριτη σκιά της προσωπικότητας και την μοναχική αποβολή της συντροφιάς. Θα ξαπλώσω στο έδαφος σου, ανάμεσα στην άφθαρτη ισοπέδωση της ατομικότητας σου και τα αγκάθια της ελκυστικής μάζας, εκεί που, στριφογυρνώντας το κεφάλι οχυρώνεσαι στην γνώση σου. Θα αφουγκραστώ τα πουλιά, από τις μοναδικές φωνές του οργασμού, της προσευχής, της συνθηκολόγησης, της βλακείας μέχρι τις κραυγές της ικεσίας, της απόγνωσης, του ελέους και της μετάνοιας. Θα κοιτάξω τον ουρανό σου, από την Ανατολή του ονείρου μέχρι τη Δύση της προσδοκίας και από τις ζωγραφιές της απόμακρης συνουσίας μέχρι την αναλαμπή των ευπρόσδεκτων εισβολέων.

Έλα, ευθυγραμμίσου με την αγνόηση. Συνδέσου με την αποσύνδεση μου. Και, μετά, μείνε λίγο ακόμα. Κάτσε να κλείσουμε αυτή την πληγή μαζί. Και θα καλέσω για μας όλα τα γιατρικά τάγματα της κοκκινωπής μου ιδιοτέλειας. Την ακούραστη συμμαχία των βλεμμάτων, τόσο δροσερή όσο η σιγουριά της σιωπηλής αγκαλιάς. Και θα φυσήξω στο περιτύλιγμα της άναρχης κοσμογονίας σου όλα τα χρώματα που συνθέτουν την ομορφιά του εσύ.

Η εξημέρωση της τσιρίδας

Η παιδική τσιρίδα ως χαρωπή έκπληξη -όταν με έβρισκαν στο κρυφτό πατούσα την καλύτερη μου-, ως έκφραση των ορίων στη σωματική επαφή -σε χαχανίζοντα γαργαλιτά-, ως έκφραση της επιθυμίας -για κάποιο ανθυγιεινό αλλά παντανόστιμο φαγάκι- είτε του πόνου οποιασδήποτε βαρύτητας. 

Μέχρι να ενηλικιωθούμε, εκπαιδευτήκαμε, μάθαμε πως πρέπει να κρύβουμε την χαρωπή μας έκπληξη, να συγκρατούμε την έκρηξη όταν παραβιάζονται τα σωματικά μας σύνορα, να αποδεχόμαστε την πείνα για τον ευχάριστο, να χωνεύουμε -μη τυχόν και ξεράσουμε- τα φλεγόμενα εσώψυχα μας. Μία τόσο αυθόρμητη συμπεριφορά εξημερώθηκε στην ησυχία. Έγινε κατοικίδιο: πρέπει να κατοικεί αποκλειστικά στον ίδιον μας τον εαυτόν. 

Δεν κάνει να προβαλλόμαστε τόσο. Η αυτοπροβολή μας, ο θόρυβος της ύπαρξης μας, επιτρέπεται να προέρχεται μόνο από εξαργυρώσιμα με χρήμα πράγματα. Από τα ρούχα μας, για παράδειγμα, από το κινητό μας, από τα ταξιδιωτικά μας εισιτήρια, από το μαγαζί που μας περιβάλλει, από τα έπιπλα μας… Επομένως, δεν έχουμε όλοι δικαίωμα στο θόρυβο. Και λόγω του ότι μία μειοψηφία έχει αυτό το προνόμιο, εκπέμπεται γύρω της ο φθόνος. Ακόμη, ωστόσο, και για αυτούς που λόγω πνευματικής διαύγειας καταπίνουν τα σάλια τους μπροστά στα άχρηστα υλικά, η βία ξεχειλίζει. Η βία της γαμημένης ανισότητας. Αυτή η βία που, μυημένη στον κανόνα της ησυχίας, μαγειρεύεται χωρίς να το παίρνουμε χαμπάρι, πίσω από γυάλινες πόρτες σε φρεσκοβαμμένα φυλασσόμενα κτήρια. Όχι, η κατσαρόλα δεν είναι απόρρητη, διασημότατη είναι. Όλοι βλέπουν τους Υπουργούς και τα λόγκο των εταιριών, άλλωστε αυτοδιαφημίζονται κιόλας -το δικαίωμα των λίγων στο θόρυβο που λέγαμε.

Και μια ωραία πρωία, η γαμημένη ησυχία σκάει στη μάπα σου ως ο βιαιότερος θόρυβος.

Αίμα και νερό σε κομμένο δέντρο

Οικογένεια για μένα είναι… Ουφ. Θα κλείσω τα μάτια και θα σας πω ό,τι μυρίσω. Λοιπόν… οικογένεια είναι… αυτό που σε πρωτοαγγίζει και κλαις προκαταβολικά ποτάμια – λες και διαισθάνεσαι ότι, επειδή ξαπλώνει μια γαρίδα στα μπούτια σου, θα σου απαγορεύεται να κλαις στο μέλλον.

Οικογένεια είναι “συγχαρητήρια” με φτηνά πτυχία υποκριτικής και “να σας ζήσει” με φτυσίματα στο χωρίς αντισώματα αφράτο σακί σου από όλες τις γενιές που έσκαψαν μεθοδικά και ανάλαφρα τον λάκκο σου για τις επόμενες δεκαετίες.

Οικογένεια είναι η αιτία και ο εκτελεστής των εξαρτήσεων σου – κάτι σαν τους μπάτσους με τα ναρκωτικά.

Οικογένεια είναι “που ήσουν ρε μαλακισμένο” και 17 αναπάντητες στο υπουργείο εξωτερικών, στη ΝΑSA, στην αντιτρομοκρατική και στη Νικολούλη, Κυριακή μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα.

Οικογένεια είναι “μη κάνεις σαν κοριτσάκι” όταν το ξεχειλίζον από ενέργεια σώμα σου σπάει τις αλυσίδες των έμφυλων νόμων. Ναι, τις σπάει τόσο εύκολα, θυμίζοντας ότι δεν είναι παρά πολιτικά κατασκευάσματα. Τόσο εύκολα που οι πολιτικοί υπήκοοι τρομάζουν από τη δύναμη του. Τη δύναμη της παιδικότητας. Η παιδικότητα συνεπάγεται πολιτική ανυπακοή. Γι’ αυτό πρέπει να καταστραφεί από τους νομιμόφρονες.

Οικογένεια είναι “καλό παιδί ο Γιωργάκης ε;” για τον μπούλη με το μπουρζουά χτένισμα που χθες σου αρωμάτιζε το παπούτσι στη χέστρα.

Οικογένεια είναι φέρετρα και υποχρεωτικά φιλιά από ανθρώπους με τους οποίους δεν έχεις συναναστραφεί πάνω από δεκατέσσερα λεπτά το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και της Παναγιάς αθροιστικά επί 10 χρόνια.

Οικογένεια είναι σωφρονιστικές σφαλιάρες “για το καλό σου”.

Οικογένεια είναι “όλο θα το φας, τα παιδάκια στην Αφρική δεν έχουν να φάνε”. Οικογένεια είναι αδιαμφισβήτητη κυβέρνηση, σαν της Ηρώδου Αττικού 19.

Οικογένεια είναι “κανόνισε να τρέχουμε στα νοσοκομεία πάλι”, “κάτσε καλά”, “να είσαι κύριος”, “μην κάνεις σαν χαζό”.

Οικογένεια είναι ο προσωπικός τραπεζίτης, νταβατζής, μάνατζερ, διατροφολόγος, διδάσκαλος, αρχιτέκτονας και συνοριοφύλακας της ύπαρξης σου.

Οικογένεια είναι η κατάταξη στην ταξική πυραμίδα.

Οικογένεια είναι ατελείωτες βαρετές ώρες στο πολυτελές κτήριο με άντρες σε μαύρα φουστάνια να τραγουδάνε αλαμπουρνέζικα.

Οικογένεια είναι ομοφοβικές μπότες στο στήθος μέχρι να αποστηθίσεις τον Αντρικό Κώδικα.

Οικογένεια είναι ο μονοπωλητής της αληθινής χριστιανοσύνης και “τσακίσου για μπάνιο, σαν γυφτάκι είσαι”.

Οικογένεια είναι παρκάρισμα σε κατασκηνώσεις.

Οικογένεια είναι ο Μεγάλος Αδερφός σου.

Οικογένεια είναι “γιατί έτσι… είσαι μικρός, δε μπορείς να καταλάβεις”.

Οικογένεια είναι επιβαλλόμενη συγκατοίκηση και ανύπαρκτες αγκαλιές.

Οικογένεια είναι τρανταγμένοι μεντεσέδες και πυγμαχία σε λευκούς σάκους από τσιμέντο.

Οικογένεια είναι “για να μυρίσω τα χέρια σου”.

Οικογένεια είναι 70 ουσίες που προκαλούν καρκίνο.

Οικογένεια είναι οι πελάτες του κάθε 4 χρόνια γυαλιστερού σωτήρα.

Οικογένεια είναι το στρατιωτάκι στη σκακιέρα του κράτους.

Οικογένεια είναι ένα νεφρό σε συνεδρίες.

Οικογένεια είναι “σκάσε”.

Οικογένεια είναι κατουρημένα σεντόνια.

Οικογένεια είναι ο απλήρωτος οικοδόμος του φόβου.

Οικογένεια είναι λουρί από ανθρώπινο δέρμα.

Οικογένεια είναι μουγκές σκέψεις.

Οικογένεια είναι εφιάλτες και όνειρα στα όνειρα.

Οικογένεια είναι το μίνι βασίλειο “του άντρα του σπιτιού”

Οικογένεια είναι παλάμες σε τραπέζια.

Οικογένεια είναι βλέμματα με ξεχαρβαλωμένα συναισθήματα.

Οικογένεια είναι ντροπή και υπερηφάνεια και προκατάληψη.

Οικογένεια είναι καθρέφτης και ο ύψιστος κριτικός αυτοεικόνας.

 

Οικογένεια είναι βλάβη ανεπανόρθωτη. Ζωγραφιά δίχως κλικ για ακύρωση. Κόκκινο και διάφανο μελάνι σε λευκό χαρτί. Μια ζωή ολόκληρη. Από τις πολλές παράλληλες που ζούμε. Και αν ο θεϊκός νόμος επιφυλάσσει την αντιγραφή και την επικόλληση της βίας της πάνω στο λευκό των επόμενων στη σειρά ξερατών της Φάτα Μοργκάνα, τότε… θα τα βάλω με τη θεά, μετά από ένα Ντεπόν του Ελεύθερου Πνεύματος:

Ψυχοθεραπεύσου πριν γίνεις γονιός

μπας κι ο πλανήτης αλλάξει

γιατί στρίβαμε μπάφους στην τάξη

με διαταραχές στα δεκάξι

 

Η οικογένεια είναι η θεά. Από αυτήν ξεκινάν όλα και δι’ αυτής προχωρούν. Ποιος ξέρει, ίσως κάποτε γίνουμε οι ίδιοι θεοί ή θεές του εαυτού μας. Ζαρατούστρα. Ίσως κάποτε καταργήσουμε τις εξαναγκαστικές σχέσεις. Ίσως αποποιηθούμε την κληρονομιά της  εκδικητικότητας. Ίσως κάποτε ελευθερωθούμε από την κτητικότητα. Οι περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις αντικατοπτρίζουν κάποιο βαθμό ιδιοκτησίας ενός ατόμου επί ενός άλλου, λέει ο Ορλάντο Πάτερσον, ναι αυτός ο Τζαμαϊκανός που γράφει και γράφει για τη σκλαβιά.

Αλλά είτε κοιτάξουμε πίσω… σε κάποιο Τσαταλχογιούκ, όπου όσοι ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη δεν ήταν απαραίτητα συγγενείς μεταξύ τους. (…) ολόκληρη η κοινότητα ήταν μια μεγάλη οικογένεια, όπου όλα τα παιδιά μπερδεύονταν μεταξύ τους.[1] Είτε, αν μας έχουν απομείνει σφαίρες για εκείνο το παιδικό όπλο, τη φαντασία, σημαδέψουμε μπροστά… θα δούμε την παλάμη της Δυνατότητας να κουνιέται σαν μετρονόμος αριστερά-δεξιά. Τικ. Τακ.

[1] Angela Saini, Η Πατριαρχία (2024), εκδόσεις Σάλτο

Γιατί δε με γουστάρουν

Ξέρω γιατί δε με γουστάρουν οι μαζοποιημένοι. Η ανωμαλία μου ξεσηκώνει  αισθήματα ενοχής δια το διαζυγίον από την ελευθερίαν τους & παραλλήλως φόβου μήπως επέλεξαν κακώς, βιαζόμενοι μπροστά στο δρεπάνι της μοναξιάς & αυτο-ενδοσκόπησης. 

Διατί η μοναξιά απαιτεί βαρέα αυτοπεποίθησην την οποίαν σπανίως καλλιεργούν οι τόσο αλυσοδεμένοι από τας γνώμας αγνώστων & γνωστών άνθρωποι. Από ετεροπεποίθησην πάντως, είμαστε όλοι πτυχιούχοι: ξέρουμε τόσο καλά τους άλλους, τόσο καλά που τους θάβουμε ζωντανούς κιόλας είτε μας κάλεσαν είτε δεν μας κάλεσαν στην κηδεία.

Διατί η ενδοσκόπηση προϋποθέτει σκάψιμο εις τα έγκατα της κολάσεως, κάτω από την (ο)μορφην αλλά πονάει & αηδιάζει. Η παραχώρηση της μοναδικότητας ικανοποιεί την ανάγκη μας για νοηματοδότηση: «αχ δεν είμαι ο μόνος που σκέφτεται έτσι, άρα δε γίνεται να είμαι τρελός, δεν βρίσκομαι εκτός του νοήματος της ζωής!».

 Εγώ, βέβαια, ως ανώμαλος προτιμάω το δρεπάνι, την κορύφωση της πτώσης και την μετενσάρκωση… ή -καταλληλότερα- την μετεμψύχωση στο νέο γυαλιστερό μου είναι.

Και μόνη η μη εισχώρηση εις την μάζαν τους, συνιστά αμφισβήτηση της ορθότητας της αποφάσεως τους να ενταχθούν εν αυτή. Συνιστά εν τέλει αμφισβήτηση των ατόμων ως τέτοιων. Γι’ αυτό δε με γουστάρουν.

Το πρώτο κύμα

Ξεκινήσαμε να περπατάμε στην άμμο

Κόσμος, μουσική

και κάποιοι άνθρωποι να γελάνε λίγο πιο εκεί

Σε έχω δίπλα μου και περπατάμε

Πάμε προς τη θάλασσα

Οι ήχοι γύρω μας δε μας απασχολούν και πολύ

Κάποιες φορές μας αρέσουν και λίγο

Αμέσως μετά, το μετανιώνουμε

 

Ένα σημείωμα που γράφει “εμείς θα φύγουμε”

δύο φωτογραφίες μες στο πορτοφόλι

Μια καθαρή ματιά που μου φωνάζει “κοίτα με”

Είμαστε εσύ κι εγώ, να παν να γαμηθούν οι ρόλοι

 

Δεν είχαμε από την αρχή θέση εδώ

μισείς όπως εγώ και δε σε γεμίζουν αυτοί οι δρόμοι

Θέλεις να ακολουθείς δικά σου μονοπάτια

και δε σ’απασχόλησε ποτέ αν θα σε ψάχνουν όλοι

 

Όποιος αγάπησε τη θάλασσα σεβάστηκε τα κύματα

τις φουρτούνες, τα λάθη και τα προβλήματα

Δε σε κρατάω γιατί κολυμπάς υπέροχα

Έγινα φάρος να μην έχεις να φοβάσαι τίποτα

 

Βλέπω ορίζοντα, τίποτα δε μ’ορίζει πια

κι ό,τι ήθελε να μ’αλλάξει το άλλαξα ριζικά

Εμείς μισήσαμε τα τυπικά κι αχρείαστα

γιατί ο ήλιος ανατέλλει φυσικά κι αβίαστα

 

Εσύ μου έλεγες “βήμα βήμα”

Τα μάτια σου μου έλεγαν “βούτα με τη μία”

κι όσο άγγιζα το νερό, ο ήλιος μ’έκαιγε

κι ανέβαζα διαρκώς θερμοκρασία μα δε μ’ένοιαζε

 

Δε θα περίμενα πότε θα καλοκαίριαζε

Έχω πατέρα τη βροχή, μάνα τα σύννεφα

Σου είπα “έλα να βουτήξουμε όπως είμαστε”

κι ήταν ό,τι πιο όμορφο έχω κάνει μέχρι σήμερα

 

Βλέπω τα πάντα θολά κάτω απ’το νερό

μα ο βυθός δεν καταλαβαίνει από κύματα

Κοιτάω την αναταραχή στην επιφάνεια

Δε φτάνει για να επηρεάσει τίποτα

 

Νιώθω πως από δω μπορώ να σ’ακούσω καλύτερα

Όλα λειτουργούνε στην εντέλεια να λειτουργούν αντίθετα

Πλέον δε με νοιάζει να πετάξω

γιατί αναπνέω από τη μέρα που βυθίστηκα

 

Δε σ’ έχω ανάγκη μα το θέλω πολύ

κι ό,τι κοιτάζω έχω τρόπο να το πιάσω, στο’χα πει

Λίγο πριν από την αυγή, σιγή

Μιλούσανε τα μάτια τόσο που το στόμα δεν έβρισκε λόγια για να πει

 

Μ’ηρεμείς όσο κανείς κι είναι ό,τι πιο όμορφο

Για μένα τίποτα δεν ήταν αυτονόητο

Έψαχνα τρόπους να με κάνω κατανοητό για χρόνια

μα συνήθως κατέληγα σε μαντρότοιχο

 

Είναι ευτυχία να σε δέχονται ολόκληρο

κι αλήθεια είναι απ’τα συναισθήματα που μου’χουν λείψει

Παίζω ξύλο κάθε μέρα με τον εαυτό μου

κάθε φορά που προσπαθεί κάποιο κομμάτι μου ν’απορρίψει

 

Δε μπορώ να χωρέσω στην αγκαλιά μου

μα στη δική σου νιώθω πως κουμπώνω τόσο ήσυχα

Σ’ευχαριστώ γιατί ένιωσα ξανά παιδί

μπροστά σ’αυτό που προσπαθώ να αποτυπώσω σε δυο δίστιχα

 

κι αφού είμαι ολόκληρος, μπορώ να λέω πως νίκησα

Δε λείπει τίποτα, τα πάντα είναι στα χέρια μου

Ένιωσα τόση ζέστη μες στο καταχείμωνο

που πλέον δε μου λένε και τόσα τα καλοκαίρια μου

 

Εξάλλου τι καιρό κάνει στον κόσμο;

Όλα είναι σχετικά, περαστικά και φεύγουνε

κι εγώ παγώνω τις στιγμές μου μες στο χρόνο

γιατί μόνο όσα γράφω στο τέλος κοντά μου μένουνε

 

κι άμα κάποτε τελειώσει το οξυγόνο

κι οι ανάσες μας κοντεύουν να κοπούν

να μην τα βάλεις με τη φύση και το χρόνο

Ακόμα κι αν κάνω τα πάντα, ίσως τα πάντα δεν αρκούν

 

Χαμογέλα μου και βγες στην επιφάνεια

κι εγώ θα γίνω φως για να φτάσεις ως την ακτή

Μία στιγμή είναι αρκετή για να φέρει τούμπα το χρόνο

αλλά ο χρόνος δεν αλλάζει τη στιγμή

 

Τα πόδια μας βρέχονται στο πρώτο κύμα που σκάει για πρώτη φορά πάνω μας

Αυτό είναι το πρώτο μας βήμα στο νερό

Αυτό είναι το πρώτο μας κύμα σου λέω

Είναι δικό μας

Εμένα μου αρέσει το νερό

και ίσως να σου αρέσει και σένα τελικά

Έχω κι εγώ τις αμφιβολίες μου, δε φταίω

Η αμηχανία της αρχής μπερδεύει τα συμπεράσματα που βγάζω

και χωρίς να το καταλάβω το νερό έχει φτάσει στα γόνατα

και είμαι σίγουρη πια ότι θες να προχωρήσουμε κι άλλο

Ο λίγος κόσμος που ήταν έξω απομακρύνεται από εμάς

κι εμείς από εκείνον

και οι ήχοι σιγά σιγά σβήνουν

και χάνονται

Δε μιλάμε τόσο

όχι επειδή το νερό είναι κρύο και μας κόβει την ανάσα

ίσως επειδή εμείς είμαστε τόσο ζεστοί

και δε μας νοιάζει

Σχεδόν μας ανακουφίζει

τόσο

που μουδιάζει η γλώσσα μας

Το νερό ανεβαίνει σιγά σιγά και βρέχει πρώτα τον αφαλό μου και μετά τον δικό σου

Είσαι πιο ψηλός βλέπεις

κι εγώ συνήθιζα να βουτάω πρώτη στα πράγματα

Με κοιτάς, με ρωτάς αν είμαι έτοιμη

Το βλέμμα μου λέει “ναι”

κι εγώ φυσικά, “όχι”

Ποτέ δεν άκουγες τι έλεγα

Προτιμούσες να μιλάς με τα μάτια μου

κι έτσι όπως με κοιτάς, τα χέρια σου πιάνουν τη μέση μου

και με κολλάς πάνω σου

και τα δύο σώματα

γίνονται ένα

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βουτάμε στο βυθό

Δεν ακούω τίποτα πια

Ησυχία

Δεν ήξερα ότι η ησυχία ακούγεται τόσο δυνατά

Δεν ήξερα ότι μπορείς να μου μιλήσεις και κάτω απ’το νερό

Τώρα ξέρω

Νόμιζα ότι βουτάω πρώτη πάντα

αλλά για δες που καμιά φορά κάποιος άλλος

με μία κίνηση έκπληξη

μπορεί να σε βυθίσει γρηγορότερα

σε μόλις ένα δεύτερο

και ό,τι διαφορά ύψους και να έχετε στον έξω κόσμο

να βρίσκεστε εκεί κάτω

μαζί

στο ίδιο ακριβώς επίπεδο

χαμένοι απ’όλα

χωμένοι

και βυθισμένοι

ο ένας στον άλλον

τόσο ήσυχα

που δε θες να πάρεις ούτε ανάσα

κι ας μπορείς

Αν μπορείς, μείνε λίγο ακόμα εδώ

Έχουμε τόσα να πούμε

Πέρα από την αξιολογική κρίση

Θυμάμαι πριν κάτι μήνες που ξαναβούτηξα στα νερά της χασούρας (μου συμβαίνει περιοδικά) οσμίζοντας γύρω μου μόνο ήττα. Και όταν κάτι χάνεις πρέπει να αναζητήσεις. Περίοδος αναζήτησης του εαυτού, λοιπόν. Και κάπως έπεσε στα χέρια μου ο Νίκος ο Καζατζάκης. Η αλήθεια είναι πως βαριέμαι τις περιγραφές υλικών, χρωμάτων, τοπίων αλλά κάτι στην έκφραση του με μάγεψε. Ακατανόητο, σκέφτηκα, γιατί ξέχασα πως η σκέψη και τα αισθήματα είναι σφιχτοδεμένα κοσμήματα στου υλικού κόσμου το σώμα και το αντίστροφο. Έτσι ταξίδεψα μέσα από ξένα, νεκρά πλέον, γεμάτα εκτίμηση μάτια. Των πάντων, μικρών και μεγάλων, ορατών και αοράτων. Πέρα από την αξιολογική κρίση. Και αυτό το τελευταίο είναι το δύσβατο σύνορο που μας χωρίζει από την κατανόηση, την αποτίμηση και εν τέλει την εκτίμηση…

Συνηθίζουμε να αγωνιούμε για την εξάλειψη όσων μας φαίνονται “κακά”, όσων δεν ομοφωνούν με τις φωνές στο κεφάλι μας. Θέλουμε να τα μεταμορφώσουμε στα μέτρα μας, μα τι αλαζονεία θεϊκή! Ξεχνάμε ότι είναι μέρος ενός συνόλου που περιέχει όσα μας αρέσουν και όσα μας τονώνουν τα ένστικτα για πράξεις μεγαλοπρεπείς. Ξεχνάμε ότι η ζωή και η ύπαρξη προχωράει μετά δόξας επί εκατομμυρίων ετών προσπερνώντας την επίμονη ματαιοδοξία μας. Σαμποτάρουμε τον εαυτό μας επειδή δεν μας καρφίτσωσαν στον κόσμο που θα θέλαμε. Αντί να ζήσουμε, αντί να σπρώξουμε προς τον κόσμο που θέλουμε, διατάζουμε τους άλλους να σπρώξουν προς τα εκεί όπου θέλουμε εμείς. Περισσότερο καταριόμαστε τη διαφορετικότητα των άλλων παρά πράττουμε εξυψώνοντας τη διαφορετικότητα μας στο έπακρο, εκεί όπου κείται το αξιοήμερο πρότυπο.

<< Χωρίς άγριες φωνές και χοντρόστομα κηρύγματα, ήσυχα, με την διδασκαλία του και με τη ζωή του, ο Δον Φραγκίσκος είχε αρχίσει το πάλεμα. Ιδρύει την “Ελεύτερη Εκπαιδευτική Σχολή”, την Alma mater, της σημερινής Ισπανίας. Θέλει να δημιουργήσει νέους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες, καλλιεργώντας όχι μονάχα το νου, παρά την καρδιά και την ψυχή τους. Ως γνήσιος Ισπανός, ο Δον Φρανκίσκος δεν αγαπούσε τη μονόπλευρη καλλιέργεια του νου. τη θεωρούσε επικίντυνη, μισέρωνε τον άνθρωπο. Σκοπός του ήταν να δημιουργήσει ανθρώπους άρτιους, με σφιχτά αρμονισμένα τη σκέψη, το αίστημα και την πράξη.

Μια τέτοια Σχολή ήταν αληθινό απροσδόκητο θάμα μέσα, στα παπαδοκρατούμενα τότε σχολειά της Ισπανίας. Η χαρά, που είχε εξοριστεί απ’ όλα τούτα τ΄αγέλαστα, στενοκέφαλα, μουχλιασμένα δασκάλικα κεφάλια, κατέφυγεν εδώ, στην κούνια τούτη της ελευτερίας. Οι μαθητές του Δον Φραγκίσκου γελούσαν, έπαιζαν, έκαναν εκδρομές, κολυμπούσαν. Κι όταν μεγάλωσαν, είχαν πια δημιουργήσει μέσα τους μιαν άλλη Ισπανία, εντελώς διαφορετικιά από την Ισπανία γύρα τους. Ο πόλεμος άρχισε ανάμεσα στις δύο Ισπανίες -την ιδεατή και την πραγματική. Κι όπως πάντα γίνεται, στην αρχή νικούσε η πραγματική Ισπανία- με την οργάνωση της, με τους βασιλιάδες της, με το στρατό της, με τους παπάδες της, με τον αμόρφωτο λαό της. Μα, όπως πάντα γίνεται, η Ιδέα, γιομάτη πληγές και δάκρυα, σιγά σιγά προχωρούσε. Όσο τη βασάνιζαν και την κυνηγούσαν, τόσο αυτή αντρειεύουνταν και προχωρούσε. “Το άρωμα του λωτού, λέει μια ιντιάνικη παροιμία, ταξιδεύει σύμφωνα με τον άνεμο. το άρωμα της αγιότητας ταξιδεύει ενάντια στον άνεμο”. Προπάντων ενάντια στον άνεμο. Θαρρείς πως το καλό, για να πιάσει και να ριζώσει στην ψυχή του ανθρώπου, έχει ανάγκη να παλέψει και να αιματωθεί. Να έχει έναν οχτρό που να το αναγκάζει μέρα και νύχτα να μένει άγρυπνο και να μην παραδοθεί στη φυσική κλίση του κακού στον κόσμο. Συνεργάζεται, θέλοντας και μη, με το κακό και σπρώχνει τον άνθρωπο προς τ’ απάνω.

Αλίμονο αν χαθούν από τη γης η σκληρότητα, η αναίδεια κι η αδικία!>>[1]

[1] Ταξιδεύοντας Ισπανία, Νίκος Καζαντάκης, 1937

 

Πρόθεση και ανικανότητα

Βραδινή σκέψη #2: Να καταδικάζεις τους ανθρώπους για την πρόθεση και όχι για την ανικανότητα ή αδυναμία τους. Να καταδικάζεις τους ανθρώπους επειδή θέλουν/δε θέλουν, όχι επειδή μπορούν/δε μπορούν.

Η καταδίκη της ανικανότητας είναι καταδίκη της διαφορετικότητας. Εδώ φαίνεται η ανεκτικότητα κυρίες και κύριοι.

Ο άνθρωπος με τις απαντήσεις

Σε σκηνοθεσία Στέλιου Καμίτση, είναι απλή μα καθόλου απλοϊκή. Ήσυχη μα τόσο δυνατή. Χαλαρή μα… έκλαψα. Η αλήθεια είναι πως απαντήσεις δεν έχει. Αυτές ψάχνει… στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στη Γερμανία, σε αγνώστους ανθρώπους, στην δυνατή μουσική ανάμεσα σε τρέχοντα αυτοκίνητα, στο άθλημα που τελειοποίησε…

Με ένα road trip στην εσωτερική Λεωφόρο. Πώς μας θολώνουν τα συναισθήματα, τα αναγκαία και ανθρώπινα αυτά χαρίσματα, τα ξαναμμένα από το παρελθόν που όσο και να θέλουμε δε μας παρατάει, αράζει σιωπηλό -τόσο όσο αυτή η ταινία- στοκάροντας μας όπως στοκαρουμε εμείς την ταινία -αν δεν εισαι αρσενικό μάλλον γνωρίζεις πόσο τρομακτικό είναι το stalking. Εξαιτίας τους ίσως πάρουμε λάθος δρόμο, ίσως λάβουμε αποφάσεις που μεταγενέστερα θα μετανιώσουμε… ίσως τρακάρουμε και παρατήσουμε την οδήγηση. Και μείνουμε για πάντα και εις το εξής αμετακίνητα, πεπεισμένα για την τελειότητα της αδιαλαξίας μας, αδιαφορόντας για το τι κρύβεται πίσω από λόφους, εκεί που δε βλέπουμε. Τι δυνατότητες υπάρχουν, τι επιλογές; Άπειρες και εις τα πάντα; Όχι. Πάντως οριζόμαστε από τις επιλογές που απορρίπτουμε και τις επιλογές που δημιουργήσαμε. Από τι ξεφύγαμε; Από ποια κακή εκδοχή του εαυτού μας δραπετεύσαμε; Πως πετάξαμε με τη σειρά μας από το αεροδρόμιο της απώλειας των αγαπημένων; Που προσγειωθήκαμε;

Γι’ αυτό ψάχνουμε όσο κι αν το αρνούμαστε έναν άνθρωπο ο οποίος θα βλέπει το δρόμο μας καθαρά. Και αν τον αφήσουμε για λίγο να οδηγήσει, υπό τον έλεγχο και τη συναίνεση μας φυσικά, ίσως να μας οδηγήσει σε νέους δρόμους που δεν είχαμε φανταστεί. Σε μέρη τόσο όμορφα που το comfort zone μας θα απέρριπτε να εξερευνήσει. Ένας άνθρωπος που μέχρι πριν μερικές μέρες ή έτη ήταν ανύπαρκτος για εμάς, μπορεί τώρα να δίνει νόημα στην ύπαρξη μας… όχι δε μιλάω για έρωτα ή τουλάχιστον όχι “μόνο” για αυτή την πτυχή της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης, μιλάω για τη σταγόνα που θα ρίξει στον πολύχρονο καμβά μας και θα τον κάνει έργο τέχνης. Μιλάω για την ασφάλεια που θα μας δώσει και μόνο η εντύπωση της ευτυχίας. Ευτυχία είναι… η ασφάλεια, η απουσία φόβου και άγχους. Και αυτά τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, οι μέρες… γι’ αυτές τις σχισμές στην ρουτίνα της ανασφάλειας ζούμε.

Κι αν χαθεί αυτός ο άνθρωπος; Τότε γιατί δε περιμένεις τον επόμενο; Ανυπόμονη σταγόνα.

Οι σχέσεις οι ειλικρινής, όταν η ανάγκη για συντροφιά, για ξερατό όλων όσων αιώνες καταπίναμε, σπάει το γύψο της προκατάληψης. Αυτές οι σχέσεις είναι ζωτικές.

Σκηνοθέτες της παραδεισένιας κόλασης

Δήμιος η αδικία πίσω απ’ του τζαμιού τη σκιά

των ουρλιαχτών επικάλυψη οι σοκολατένιες ειδήσεις

του αίματος καθαριστές τα «ωχου»

αναζωογονητική βροχή οι φανταστικές αλήθειες

μοντέρ για όσα η απάθεια έσπρωξε στο αήττητο χθες

περίτεχνα κρυμμένα σαν άπλυτα ρούχα τα πτώματα

Για πόσο ακόμη θα μουντζουρώνουμε με αρωματικά τη μπόχα

της επαφής

του αυθορμητισμού

του διαλόγου

της αλληλεγγύης

Για πόσο ακόμη θα τα νοθεύουμε με “ιδανικούς” κλώνους

aka διαδίκτυο

aka καθωσπρεπισμός

aka καταναλωτισμός

aka κέρδος

 

Για πόσο ακόμη θα ισιώνουμε το νοητικό κορμί μας

ως εκτελεστικό όργανο εικόνων

τις οποίες πάψαμε να μεταφράζουμε σε λέξεις

Στων ματιών την ηδονή αρκεσθήκαμε

γιατί οι λέξεις γεννούν & γεννιούνται από σκέψη

Ποιος σκέφτεται; Δε πρέπει να σκεφτόμαστε

 

Όσα μας έχυναν στο λεξικό αυτοκτονήσαμε

στο κυνήγι της αποδοχής

με τίτλους στη σκανδάλη

στρατιώτες στο σκάκι της ρηχότητος

γυμνοί στο μονοπάτι προς την άβυσσο της μάζας

σβήσαμε της αμφισβήτησης τα κυάλια

ανάπαυση στην αγκαλιά του κύματος

έπνιξε τη βούληση μας

έπνιξε την ιδιαιτερότητα μας

έπνιξε τον εαυτό μας

Και τώρα;

Σε τι διαφέρουμε από ρομπότ;

 

στο πατάρι το μυαλό αλυσοδέσαμε

με την αραχνιασμένη καρδιά κλειδώσαμε

των ματιών το σπαθί εμπιστευθήκαμε

τα στερεώσαμε στο θρόνο του κριτή

πραξικόπημα για την ευκολία στην εξουσία

 

σύνορα που φυλάσσουν απ’ την ελευθερία

η ποινή για τους παραβάτες εξορία

έτσι βιώνουμε τη καταδίκη

απ’ της γνώμης της κοινής το δικαστήριο

διότι το βλέμμα του εαυτού μας δε γουστάρουμε

Μα ποιος θα αμφισβητήσει το στέμμα των ματιών;

 

αόρατες άγκυρες στην ορατή επιφάνεια

ανελκυστικός ο βυθός 0υσίας

έρημος άγονη περιουσίας

μάρτυρας μονάχα αν πέσεις στο σκοτάδι

θρίλερ πέντε αστέρων το άγνωστο

Μα ποιος θα πληρώσει

για μια μάχη με τον εαυτό του;

Αυτός που προτιμά το χαρακίρι απ’ τη θεοποίηση

Το αυτομαστίγωμα απ΄το παιχνίδι με ψυχές

Να σε ρωτήσω

ζωή χωρίς ελευθερία υπάρχει;

χα

κινούμενοι νεκροί

 

Πώς να οσμιστούμε τα πτώματα στη νεκρή ζωή μας;

Αδύνατο

στην κορυφή της ασημαντότητας τα θάβουμε

ανέμελοι αυτόχειρες με τη μύτη ψηλά

περήφανοι κολυμβητές στης ανοησίας την πισίνα

μέχρι το επόμενο

μέχρι το επόμενο να είμαστε εμείς.

ΥΓ: Τα πτώματα δεν είναι ενιαίο σύνολο. Και οι άνθρωποι πεθαίνουν και η διάνοια τους πεθαίνει. Και η ζωή τους όταν δεν έχουν επιλογές. Και οι αξίες στις οποίες γυρνάμε διαρκώς την πλάτη… Η πιο σάπια νέκρα κρύβεται σε όμορφα, πετυχημένα περιτυλίγματα. Άδεια μέσα.