Η παιδική τσιρίδα ως χαρωπή έκπληξη -όταν με έβρισκαν στο κρυφτό πατούσα την καλύτερη μου-, ως έκφραση των ορίων στη σωματική επαφή -σε χαχανίζοντα γαργαλιτά-, ως έκφραση της επιθυμίας -για κάποιο ανθυγιεινό αλλά παντανόστιμο φαγάκι- είτε του πόνου οποιασδήποτε βαρύτητας.
Μέχρι να ενηλικιωθούμε, εκπαιδευτήκαμε, μάθαμε πως πρέπει να κρύβουμε την χαρωπή μας έκπληξη, να συγκρατούμε την έκρηξη όταν παραβιάζονται τα σωματικά μας σύνορα, να αποδεχόμαστε την πείνα για τον ευχάριστο, να χωνεύουμε -μη τυχόν και ξεράσουμε- τα φλεγόμενα εσώψυχα μας. Μία τόσο αυθόρμητη συμπεριφορά εξημερώθηκε στην ησυχία. Έγινε κατοικίδιο: πρέπει να κατοικεί αποκλειστικά στον ίδιον μας τον εαυτόν.
Δεν κάνει να προβαλλόμαστε τόσο. Η αυτοπροβολή μας, ο θόρυβος της ύπαρξης μας, επιτρέπεται να προέρχεται μόνο από εξαργυρώσιμα με χρήμα πράγματα. Από τα ρούχα μας, για παράδειγμα, από το κινητό μας, από τα ταξιδιωτικά μας εισιτήρια, από το μαγαζί που μας περιβάλλει, από τα έπιπλα μας… Επομένως, δεν έχουμε όλοι δικαίωμα στο θόρυβο. Και λόγω του ότι μία μειοψηφία έχει αυτό το προνόμιο, εκπέμπεται γύρω της ο φθόνος. Ακόμη, ωστόσο, και για αυτούς που λόγω πνευματικής διαύγειας καταπίνουν τα σάλια τους μπροστά στα άχρηστα υλικά, η βία ξεχειλίζει. Η βία της γαμημένης ανισότητας. Αυτή η βία που, μυημένη στον κανόνα της ησυχίας, μαγειρεύεται χωρίς να το παίρνουμε χαμπάρι, πίσω από γυάλινες πόρτες σε φρεσκοβαμμένα φυλασσόμενα κτήρια. Όχι, η κατσαρόλα δεν είναι απόρρητη, διασημότατη είναι. Όλοι βλέπουν τους Υπουργούς και τα λόγκο των εταιριών, άλλωστε αυτοδιαφημίζονται κιόλας -το δικαίωμα των λίγων στο θόρυβο που λέγαμε.
Και μια ωραία πρωία, η γαμημένη ησυχία σκάει στη μάπα σου ως ο βιαιότερος θόρυβος.
Οικογένεια για μένα είναι… Ουφ. Θα κλείσω τα μάτια και θα σας πω ό,τι μυρίσω. Λοιπόν… οικογένεια είναι… αυτό που σε πρωτοαγγίζει και κλαις προκαταβολικά ποτάμια – λες και διαισθάνεσαι ότι, επειδή ξαπλώνει μια γαρίδα στα μπούτια σου, θα σου απαγορεύεται να κλαις στο μέλλον.
Οικογένεια είναι “συγχαρητήρια” με φτηνά πτυχία υποκριτικής και “να σας ζήσει” με φτυσίματα στο χωρίς αντισώματα αφράτο σακί σου από όλες τις γενιές που έσκαψαν μεθοδικά και ανάλαφρα τον λάκκο σου για τις επόμενες δεκαετίες.
Οικογένεια είναι η αιτία και ο εκτελεστής των εξαρτήσεων σου – κάτι σαν τους μπάτσους με τα ναρκωτικά.
Οικογένεια είναι “που ήσουν ρε μαλακισμένο” και 17 αναπάντητες στο υπουργείο εξωτερικών, στη ΝΑSA, στην αντιτρομοκρατική και στη Νικολούλη, Κυριακή μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα.
Οικογένεια είναι “μη κάνεις σαν κοριτσάκι” όταν το ξεχειλίζον από ενέργεια σώμα σου σπάει τις αλυσίδες των έμφυλων νόμων. Ναι, τις σπάει τόσο εύκολα, θυμίζοντας ότι δεν είναι παρά πολιτικά κατασκευάσματα. Τόσο εύκολα που οι πολιτικοί υπήκοοι τρομάζουν από τη δύναμη του. Τη δύναμη της παιδικότητας. Η παιδικότητα συνεπάγεται πολιτική ανυπακοή. Γι’ αυτό πρέπει να καταστραφεί από τους νομιμόφρονες.
Οικογένεια είναι “καλό παιδί ο Γιωργάκης ε;” για τον μπούλη με το μπουρζουά χτένισμα που χθες σου αρωμάτιζε το παπούτσι στη χέστρα.
Οικογένεια είναι φέρετρα και υποχρεωτικά φιλιά από ανθρώπους με τους οποίους δεν έχεις συναναστραφεί πάνω από δεκατέσσερα λεπτά το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και της Παναγιάς αθροιστικά επί 10 χρόνια.
Οικογένεια είναι σωφρονιστικές σφαλιάρες “για το καλό σου”.
Οικογένεια είναι “όλο θα το φας, τα παιδάκια στην Αφρική δεν έχουν να φάνε”. Οικογένεια είναι αδιαμφισβήτητη κυβέρνηση, σαν της Ηρώδου Αττικού 19.
Οικογένεια είναι “κανόνισε να τρέχουμε στα νοσοκομεία πάλι”, “κάτσε καλά”, “να είσαι κύριος”, “μην κάνεις σαν χαζό”.
Οικογένεια είναι ο προσωπικός τραπεζίτης, νταβατζής, μάνατζερ, διατροφολόγος, διδάσκαλος, αρχιτέκτονας και συνοριοφύλακας της ύπαρξης σου.
Οικογένεια είναι η κατάταξη στην ταξική πυραμίδα.
Οικογένεια είναι ατελείωτες βαρετές ώρες στο πολυτελές κτήριο με άντρες σε μαύρα φουστάνια να τραγουδάνε αλαμπουρνέζικα.
Οικογένεια είναι ομοφοβικές μπότες στο στήθος μέχρι να αποστηθίσεις τον Αντρικό Κώδικα.
Οικογένεια είναι ο μονοπωλητής της αληθινής χριστιανοσύνης και “τσακίσου για μπάνιο, σαν γυφτάκι είσαι”.
Οικογένεια είναι παρκάρισμα σε κατασκηνώσεις.
Οικογένεια είναι ο Μεγάλος Αδερφός σου.
Οικογένεια είναι “γιατί έτσι… είσαι μικρός, δε μπορείς να καταλάβεις”.
Οικογένεια είναι επιβαλλόμενη συγκατοίκηση και ανύπαρκτες αγκαλιές.
Οικογένεια είναι τρανταγμένοι μεντεσέδες και πυγμαχία σε λευκούς σάκους από τσιμέντο.
Οικογένεια είναι “για να μυρίσω τα χέρια σου”.
Οικογένεια είναι 70 ουσίες που προκαλούν καρκίνο.
Οικογένεια είναι οι πελάτες του κάθε 4 χρόνια γυαλιστερού σωτήρα.
Οικογένεια είναι το στρατιωτάκι στη σκακιέρα του κράτους.
Οικογένεια είναι ένα νεφρό σε συνεδρίες.
Οικογένεια είναι “σκάσε”.
Οικογένεια είναι κατουρημένα σεντόνια.
Οικογένεια είναι ο απλήρωτος οικοδόμος του φόβου.
Οικογένεια είναι λουρί από ανθρώπινο δέρμα.
Οικογένεια είναι μουγκές σκέψεις.
Οικογένεια είναι εφιάλτες και όνειρα στα όνειρα.
Οικογένεια είναι το μίνι βασίλειο “του άντρα του σπιτιού”
Οικογένεια είναι παλάμες σε τραπέζια.
Οικογένεια είναι βλέμματα με ξεχαρβαλωμένα συναισθήματα.
Οικογένεια είναι ντροπή και υπερηφάνεια και προκατάληψη.
Οικογένεια είναι καθρέφτης και ο ύψιστος κριτικός αυτοεικόνας.
Οικογένεια είναι βλάβη ανεπανόρθωτη. Ζωγραφιά δίχως κλικ για ακύρωση. Κόκκινο και διάφανο μελάνι σε λευκό χαρτί. Μια ζωή ολόκληρη. Από τις πολλές παράλληλες που ζούμε. Και αν ο θεϊκός νόμος επιφυλάσσει την αντιγραφή και την επικόλληση της βίας της πάνω στο λευκό των επόμενων στη σειρά ξερατών της Φάτα Μοργκάνα, τότε… θα τα βάλω με τη θεά, μετά από ένα Ντεπόν του Ελεύθερου Πνεύματος:
Ψυχοθεραπεύσου πριν γίνεις γονιός
μπας κι ο πλανήτης αλλάξει
γιατί στρίβαμε μπάφους στην τάξη
με διαταραχές στα δεκάξι
Η οικογένεια είναι η θεά. Από αυτήν ξεκινάν όλα και δι’ αυτής προχωρούν. Ποιος ξέρει, ίσως κάποτε γίνουμε οι ίδιοι θεοί ή θεές του εαυτού μας. Ζαρατούστρα. Ίσως κάποτε καταργήσουμε τις εξαναγκαστικές σχέσεις. Ίσως αποποιηθούμε την κληρονομιά της εκδικητικότητας. Ίσως κάποτε ελευθερωθούμε από την κτητικότητα. Οι περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις αντικατοπτρίζουν κάποιο βαθμό ιδιοκτησίας ενός ατόμου επί ενός άλλου, λέει ο Ορλάντο Πάτερσον, ναι αυτός ο Τζαμαϊκανός που γράφει και γράφει για τη σκλαβιά.
Αλλά είτε κοιτάξουμε πίσω… σε κάποιο Τσαταλχογιούκ, όπου όσοι ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη δεν ήταν απαραίτητα συγγενείς μεταξύ τους. (…) ολόκληρη η κοινότητα ήταν μια μεγάλη οικογένεια, όπου όλα τα παιδιά μπερδεύονταν μεταξύ τους.[1] Είτε, αν μας έχουν απομείνει σφαίρες για εκείνο το παιδικό όπλο, τη φαντασία, σημαδέψουμε μπροστά… θα δούμε την παλάμη της Δυνατότητας να κουνιέται σαν μετρονόμος αριστερά-δεξιά. Τικ. Τακ.
[1] Angela Saini, Η Πατριαρχία (2024), εκδόσεις Σάλτο
Για πόσο ακόμη θα μουντζουρώνουμε με αρωματικά τη μπόχα
της επαφής
του αυθορμητισμού
του διαλόγου
της αλληλεγγύης
Για πόσο ακόμη θα τα νοθεύουμε με “ιδανικούς” κλώνους
aka διαδίκτυο
aka καθωσπρεπισμός
aka καταναλωτισμός
aka κέρδος
Για πόσο ακόμη θα ισιώνουμε το νοητικό κορμί μας
ως εκτελεστικό όργανο εικόνων
τις οποίες πάψαμε να μεταφράζουμε σε λέξεις
Στων ματιών την ηδονή αρκεσθήκαμε
γιατί οι λέξεις γεννούν & γεννιούνται από σκέψη
Ποιος σκέφτεται; Δε πρέπει να σκεφτόμαστε
Όσα μας έχυναν στο λεξικό αυτοκτονήσαμε
στο κυνήγι της αποδοχής
με τίτλους στη σκανδάλη
στρατιώτες στο σκάκι της ρηχότητος
γυμνοί στο μονοπάτι προς την άβυσσο της μάζας
σβήσαμε της αμφισβήτησης τα κυάλια
ανάπαυση στην αγκαλιά του κύματος
έπνιξε τη βούληση μας
έπνιξε την ιδιαιτερότητα μας
έπνιξε τον εαυτό μας
Και τώρα;
Σε τι διαφέρουμε από ρομπότ;
στο πατάρι το μυαλό αλυσοδέσαμε
με την αραχνιασμένη καρδιά κλειδώσαμε
των ματιών το σπαθί εμπιστευθήκαμε
τα στερεώσαμε στο θρόνο του κριτή
πραξικόπημα για την ευκολία στην εξουσία
σύνορα που φυλάσσουν απ’ την ελευθερία
η ποινή για τους παραβάτες εξορία
έτσι βιώνουμε τη καταδίκη
απ’ της γνώμης της κοινής το δικαστήριο
διότι το βλέμμα του εαυτού μας δε γουστάρουμε
Μα ποιος θα αμφισβητήσει το στέμμα των ματιών;
αόρατες άγκυρες στην ορατή επιφάνεια
ανελκυστικός ο βυθός 0υσίας
έρημος άγονη περιουσίας
μάρτυρας μονάχα αν πέσεις στο σκοτάδι
θρίλερ πέντε αστέρων το άγνωστο
Μα ποιος θα πληρώσει
για μια μάχη με τον εαυτό του;
Αυτός που προτιμά το χαρακίρι απ’ τη θεοποίηση
Το αυτομαστίγωμα απ΄το παιχνίδι με ψυχές
Να σε ρωτήσω
ζωή χωρίς ελευθερία υπάρχει;
χα
κινούμενοι νεκροί
Πώς να οσμιστούμε τα πτώματα στη νεκρή ζωή μας;
Αδύνατο
στην κορυφή της ασημαντότητας τα θάβουμε
ανέμελοι αυτόχειρες με τη μύτη ψηλά
περήφανοι κολυμβητές στης ανοησίας την πισίνα
μέχρι το επόμενο
μέχρι το επόμενο να είμαστε εμείς.
ΥΓ: Τα πτώματα δεν είναι ενιαίο σύνολο. Και οι άνθρωποι πεθαίνουν και η διάνοια τους πεθαίνει. Και η ζωή τους όταν δεν έχουν επιλογές. Και οι αξίες στις οποίες γυρνάμε διαρκώς την πλάτη… Η πιο σάπια νέκρα κρύβεται σε όμορφα, πετυχημένα περιτυλίγματα. Άδεια μέσα.