Category Archives: paraloga

Αίμα και νερό σε κομμένο δέντρο

Οικογένεια για μένα είναι… Ουφ. Θα κλείσω τα μάτια και θα σας πω ό,τι μυρίσω. Λοιπόν… οικογένεια είναι… αυτό που σε πρωτοαγγίζει και κλαις προκαταβολικά ποτάμια – λες και διαισθάνεσαι ότι, επειδή ξαπλώνει μια γαρίδα στα μπούτια σου, θα σου απαγορεύεται να κλαις στο μέλλον.

Οικογένεια είναι “συγχαρητήρια” με φτηνά πτυχία υποκριτικής και “να σας ζήσει” με φτυσίματα στο χωρίς αντισώματα αφράτο σακί σου από όλες τις γενιές που έσκαψαν μεθοδικά και ανάλαφρα τον λάκκο σου για τις επόμενες δεκαετίες.

Οικογένεια είναι η αιτία και ο εκτελεστής των εξαρτήσεων σου – κάτι σαν τους μπάτσους με τα ναρκωτικά.

Οικογένεια είναι “που ήσουν ρε μαλακισμένο” και 17 αναπάντητες στο υπουργείο εξωτερικών, στη ΝΑSA, στην αντιτρομοκρατική και στη Νικολούλη, Κυριακή μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα.

Οικογένεια είναι “μη κάνεις σαν κοριτσάκι” όταν το ξεχειλίζον από ενέργεια σώμα σου σπάει τις αλυσίδες των έμφυλων νόμων. Ναι, τις σπάει τόσο εύκολα, θυμίζοντας ότι δεν είναι παρά πολιτικά κατασκευάσματα. Τόσο εύκολα που οι πολιτικοί υπήκοοι τρομάζουν από τη δύναμη του. Τη δύναμη της παιδικότητας. Η παιδικότητα συνεπάγεται πολιτική ανυπακοή. Γι’ αυτό πρέπει να καταστραφεί από τους νομιμόφρονες.

Οικογένεια είναι “καλό παιδί ο Γιωργάκης ε;” για τον μπούλη με το μπουρζουά χτένισμα που χθες σου αρωμάτιζε το παπούτσι στη χέστρα.

Οικογένεια είναι φέρετρα και υποχρεωτικά φιλιά από ανθρώπους με τους οποίους δεν έχεις συναναστραφεί πάνω από δεκατέσσερα λεπτά το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και της Παναγιάς αθροιστικά επί 10 χρόνια.

Οικογένεια είναι σωφρονιστικές σφαλιάρες “για το καλό σου”.

Οικογένεια είναι “όλο θα το φας, τα παιδάκια στην Αφρική δεν έχουν να φάνε”. Οικογένεια είναι αδιαμφισβήτητη κυβέρνηση, σαν της Ηρώδου Αττικού 19.

Οικογένεια είναι “κανόνισε να τρέχουμε στα νοσοκομεία πάλι”, “κάτσε καλά”, “να είσαι κύριος”, “μην κάνεις σαν χαζό”.

Οικογένεια είναι ο προσωπικός τραπεζίτης, νταβατζής, μάνατζερ, διατροφολόγος, διδάσκαλος, αρχιτέκτονας και συνοριοφύλακας της ύπαρξης σου.

Οικογένεια είναι η κατάταξη στην ταξική πυραμίδα.

Οικογένεια είναι ατελείωτες βαρετές ώρες στο πολυτελές κτήριο με άντρες σε μαύρα φουστάνια να τραγουδάνε αλαμπουρνέζικα.

Οικογένεια είναι ομοφοβικές μπότες στο στήθος μέχρι να αποστηθίσεις τον Αντρικό Κώδικα.

Οικογένεια είναι ο μονοπωλητής της αληθινής χριστιανοσύνης και “τσακίσου για μπάνιο, σαν γυφτάκι είσαι”.

Οικογένεια είναι παρκάρισμα σε κατασκηνώσεις.

Οικογένεια είναι ο Μεγάλος Αδερφός σου.

Οικογένεια είναι “γιατί έτσι… είσαι μικρός, δε μπορείς να καταλάβεις”.

Οικογένεια είναι επιβαλλόμενη συγκατοίκηση και ανύπαρκτες αγκαλιές.

Οικογένεια είναι τρανταγμένοι μεντεσέδες και μποξ σε λευκούς σάκους από τσιμέντο.

Οικογένεια είναι “για να μυρίσω τα χέρια σου”.

Οικογένεια είναι “70 ουσίες που προκαλούν καρκίνο”.

Οικογένεια είναι οι πελάτες του κάθε 4 χρόνια γυαλιστερού σωτήρα.

Οικογένεια είναι το πιόνι του κράτους.

Οικογένεια είναι ένα νεφρό σε συνεδρίες.

Οικογένεια είναι “σκάσε”.

Οικογένεια είναι κατουρημένα σεντόνια.

Οικογένεια είναι ο απλήρωτος οικοδόμος του φόβου.

Οικογένεια είναι λουρί από ανθρώπινο δέρμα και

Οικογένεια είναι μουγκές σκέψεις.

Οικογένεια είναι εφιάλτες και όνειρα στα όνειρα.

Οικογένεια είναι το μίνι βασίλειο “του άντρα του σπιτιού”

Οικογένεια είναι παλάμες σε τραπέζια.

Οικογένεια είναι βλέμματα με ξεχαρβαλωμένα συναισθήματα.

Οικογένεια είναι ντροπή και υπερηφάνεια και προκατάληψη.

Οικογένεια είναι καθρέφτης και ο ύψιστος κριτικός αυτοεικόνας.

 

Οικογένεια είναι βλάβη ανεπανόρθωτη. Ζωγραφιά δίχως κλικ για ακύρωση. Κόκκινο και διάφανο μελάνι σε λευκό χαρτί. Μια ζωή ολόκληρη. Από τις πολλές παράλληλες που ζούμε. Και αν ο θεϊκός νόμος επιφυλάσσει την αντιγραφή και την επικόλληση της βίας της πάνω στο λευκό των επόμενων στη σειρά ξερατών της Φάτα Μοργκάνα, τότε… θα τα βάλω με τη θεά, μετά από ένα Ντεπόν του Ελεύθερου Πνεύματος:

Ψυχοθεραπεύσου πριν γίνεις γονιός

μπας κι ο πλανήτης αλλάξει

γιατί στρίβαμε μπάφους στην τάξη

με διαταραχές στα δεκάξι

 

Η οικογένεια είναι η θεά. Από αυτήν ξεκινάν όλα και δι’ αυτής προχωρούν. Ποιος ξέρει, ίσως κάποτε γίνουμε οι ίδιοι θεοί ή θεές του εαυτού μας. Ζαρατούστρα. Ίσως κάποτε καταργήσουμε τις εξαναγκαστικές σχέσεις. Ίσως αποποιηθούμε την κληρονομιά της  εκδικητικότητας. Ίσως κάποτε ελευθερωθούμε από την κτητικότητα. Οι περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις αντικατοπτρίζουν κάποιο βαθμό ιδιοκτησίας ενός ατόμου επί ενός άλλου, λέει ο Ορλάντο Πάτερσον, ναι αυτός ο Τζαμαϊκανός που γράφει και γράφει για τη σκλαβιά.

Αλλά είτε κοιτάξουμε πίσω… σε κάποιο Τσαταλχογιούκ, όπου όσοι ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη δεν ήταν απαραίτητα συγγενείς μεταξύ τους. (…) ολόκληρη η κοινότητα ήταν μια μεγάλη οικογένεια, όπου όλα τα παιδιά μπερδεύονταν μεταξύ τους.[1] Είτε, αν μας έχουν απομείνει σφαίρες για εκείνο το παιδικό όπλο, τη φαντασία, σημαδέψουμε μπροστά… θα δούμε την παλάμη της Δυνατότητας να κουνιέται σαν μετρονόμος αριστερά-δεξιά. Τικ. Τακ.

[1] Angela Saini, Η Πατριαρχία (2024), εκδόσεις Σάλτο

Το πρώτο κύμα

Ξεκινήσαμε να περπατάμε στην άμμο

Κόσμος, μουσική

και κάποιοι άνθρωποι να γελάνε λίγο πιο εκεί

Σε έχω δίπλα μου και περπατάμε

Πάμε προς τη θάλασσα

Οι ήχοι γύρω μας δε μας απασχολούν και πολύ

Κάποιες φορές μας αρέσουν και λίγο

Αμέσως μετά, το μετανιώνουμε

 

Ένα σημείωμα που γράφει “εμείς θα φύγουμε”

δύο φωτογραφίες μες στο πορτοφόλι

Μια καθαρή ματιά που μου φωνάζει “κοίτα με”

Είμαστε εσύ κι εγώ, να παν να γαμηθούν οι ρόλοι

 

Δεν είχαμε από την αρχή θέση εδώ

μισείς όπως εγώ και δε σε γεμίζουν αυτοί οι δρόμοι

Θέλεις να ακολουθείς δικά σου μονοπάτια

και δε σ’απασχόλησε ποτέ αν θα σε ψάχνουν όλοι

 

Όποιος αγάπησε τη θάλασσα σεβάστηκε τα κύματα

τις φουρτούνες, τα λάθη και τα προβλήματα

Δε σε κρατάω γιατί κολυμπάς υπέροχα

Έγινα φάρος να μην έχεις να φοβάσαι τίποτα

 

Βλέπω ορίζοντα, τίποτα δε μ’ορίζει πια

κι ό,τι ήθελε να μ’αλλάξει το άλλαξα ριζικά

Εμείς μισήσαμε τα τυπικά κι αχρείαστα

γιατί ο ήλιος ανατέλλει φυσικά κι αβίαστα

 

Εσύ μου έλεγες “βήμα βήμα”

Τα μάτια σου μου έλεγαν “βούτα με τη μία”

κι όσο άγγιζα το νερό, ο ήλιος μ’έκαιγε

κι ανέβαζα διαρκώς θερμοκρασία μα δε μ’ένοιαζε

 

Δε θα περίμενα πότε θα καλοκαίριαζε

Έχω πατέρα τη βροχή, μάνα τα σύννεφα

Σου είπα “έλα να βουτήξουμε όπως είμαστε”

κι ήταν ό,τι πιο όμορφο έχω κάνει μέχρι σήμερα

 

Βλέπω τα πάντα θολά κάτω απ’το νερό

μα ο βυθός δεν καταλαβαίνει από κύματα

Κοιτάω την αναταραχή στην επιφάνεια

Δε φτάνει για να επηρεάσει τίποτα

 

Νιώθω πως από δω μπορώ να σ’ακούσω καλύτερα

Όλα λειτουργούνε στην εντέλεια να λειτουργούν αντίθετα

Πλέον δε με νοιάζει να πετάξω

γιατί αναπνέω από τη μέρα που βυθίστηκα

 

Δε σ’ έχω ανάγκη μα το θέλω πολύ

κι ό,τι κοιτάζω έχω τρόπο να το πιάσω, στο’χα πει

Λίγο πριν από την αυγή, σιγή

Μιλούσανε τα μάτια τόσο που το στόμα δεν έβρισκε λόγια για να πει

 

Μ’ηρεμείς όσο κανείς κι είναι ό,τι πιο όμορφο

Για μένα τίποτα δεν ήταν αυτονόητο

Έψαχνα τρόπους να με κάνω κατανοητό για χρόνια

μα συνήθως κατέληγα σε μαντρότοιχο

 

Είναι ευτυχία να σε δέχονται ολόκληρο

κι αλήθεια είναι απ’τα συναισθήματα που μου’χουν λείψει

Παίζω ξύλο κάθε μέρα με τον εαυτό μου

κάθε φορά που προσπαθεί κάποιο κομμάτι μου ν’απορρίψει

 

Δε μπορώ να χωρέσω στην αγκαλιά μου

μα στη δική σου νιώθω πως κουμπώνω τόσο ήσυχα

Σ’ευχαριστώ γιατί ένιωσα ξανά παιδί

μπροστά σ’αυτό που προσπαθώ να αποτυπώσω σε δυο δίστιχα

 

κι αφού είμαι ολόκληρος, μπορώ να λέω πως νίκησα

Δε λείπει τίποτα, τα πάντα είναι στα χέρια μου

Ένιωσα τόση ζέστη μες στο καταχείμωνο

που πλέον δε μου λένε και τόσα τα καλοκαίρια μου

 

Εξάλλου τι καιρό κάνει στον κόσμο;

Όλα είναι σχετικά, περαστικά και φεύγουνε

κι εγώ παγώνω τις στιγμές μου μες στο χρόνο

γιατί μόνο όσα γράφω στο τέλος κοντά μου μένουνε

 

κι άμα κάποτε τελειώσει το οξυγόνο

κι οι ανάσες μας κοντεύουν να κοπούν

να μην τα βάλεις με τη φύση και το χρόνο

Ακόμα κι αν κάνω τα πάντα, ίσως τα πάντα δεν αρκούν

 

Χαμογέλα μου και βγες στην επιφάνεια

κι εγώ θα γίνω φως για να φτάσεις ως την ακτή

Μία στιγμή είναι αρκετή για να φέρει τούμπα το χρόνο

αλλά ο χρόνος δεν αλλάζει τη στιγμή

 

Τα πόδια μας βρέχονται στο πρώτο κύμα που σκάει για πρώτη φορά πάνω μας

Αυτό είναι το πρώτο μας βήμα στο νερό

Αυτό είναι το πρώτο μας κύμα σου λέω

Είναι δικό μας

Εμένα μου αρέσει το νερό

και ίσως να σου αρέσει και σένα τελικά

Έχω κι εγώ τις αμφιβολίες μου, δε φταίω

Η αμηχανία της αρχής μπερδεύει τα συμπεράσματα που βγάζω

και χωρίς να το καταλάβω το νερό έχει φτάσει στα γόνατα

και είμαι σίγουρη πια ότι θες να προχωρήσουμε κι άλλο

Ο λίγος κόσμος που ήταν έξω απομακρύνεται από εμάς

κι εμείς από εκείνον

και οι ήχοι σιγά σιγά σβήνουν

και χάνονται

Δε μιλάμε τόσο

όχι επειδή το νερό είναι κρύο και μας κόβει την ανάσα

ίσως επειδή εμείς είμαστε τόσο ζεστοί

και δε μας νοιάζει

Σχεδόν μας ανακουφίζει

τόσο

που μουδιάζει η γλώσσα μας

Το νερό ανεβαίνει σιγά σιγά και βρέχει πρώτα τον αφαλό μου και μετά τον δικό σου

Είσαι πιο ψηλός βλέπεις

κι εγώ συνήθιζα να βουτάω πρώτη στα πράγματα

Με κοιτάς, με ρωτάς αν είμαι έτοιμη

Το βλέμμα μου λέει “ναι”

κι εγώ φυσικά, “όχι”

Ποτέ δεν άκουγες τι έλεγα

Προτιμούσες να μιλάς με τα μάτια μου

κι έτσι όπως με κοιτάς, τα χέρια σου πιάνουν τη μέση μου

και με κολλάς πάνω σου

και τα δύο σώματα

γίνονται ένα

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βουτάμε στο βυθό

Δεν ακούω τίποτα πια

Ησυχία

Δεν ήξερα ότι η ησυχία ακούγεται τόσο δυνατά

Δεν ήξερα ότι μπορείς να μου μιλήσεις και κάτω απ’το νερό

Τώρα ξέρω

Νόμιζα ότι βουτάω πρώτη πάντα

αλλά για δες που καμιά φορά κάποιος άλλος

με μία κίνηση έκπληξη

μπορεί να σε βυθίσει γρηγορότερα

σε μόλις ένα δεύτερο

και ό,τι διαφορά ύψους και να έχετε στον έξω κόσμο

να βρίσκεστε εκεί κάτω

μαζί

στο ίδιο ακριβώς επίπεδο

χαμένοι απ’όλα

χωμένοι

και βυθισμένοι

ο ένας στον άλλον

τόσο ήσυχα

που δε θες να πάρεις ούτε ανάσα

κι ας μπορείς

Αν μπορείς, μείνε λίγο ακόμα εδώ

Έχουμε τόσα να πούμε

Σκηνοθέτες της παραδεισένιας κόλασης

Δήμιος η αδικία πίσω απ’ του τζαμιού τη σκιά

των ουρλιαχτών επικάλυψη οι σοκολατένιες ειδήσεις

του αίματος καθαριστές τα «ωχου»

αναζωογονητική βροχή οι φανταστικές αλήθειες

μοντέρ για όσα η απάθεια έσπρωξε στο αήττητο χθες

περίτεχνα κρυμμένα σαν άπλυτα ρούχα τα πτώματα

Για πόσο ακόμη θα μουντζουρώνουμε με αρωματικά τη μπόχα

της επαφής

του αυθορμητισμού

του διαλόγου

της αλληλεγγύης

Για πόσο ακόμη θα τα νοθεύουμε με “ιδανικούς” κλώνους

aka διαδίκτυο

aka καθωσπρεπισμός

aka καταναλωτισμός

aka κέρδος

 

Για πόσο ακόμη θα ισιώνουμε το νοητικό κορμί μας

ως εκτελεστικό όργανο εικόνων

τις οποίες πάψαμε να μεταφράζουμε σε λέξεις

Στων ματιών την ηδονή αρκεσθήκαμε

γιατί οι λέξεις γεννούν & γεννιούνται από σκέψη

Ποιος σκέφτεται; Δε πρέπει να σκεφτόμαστε

 

Όσα μας έχυναν στο λεξικό αυτοκτονήσαμε

στο κυνήγι της αποδοχής

με τίτλους στη σκανδάλη

στρατιώτες στο σκάκι της ρηχότητος

γυμνοί στο μονοπάτι προς την άβυσσο της μάζας

σβήσαμε της αμφισβήτησης τα κυάλια

ανάπαυση στην αγκαλιά του κύματος

έπνιξε τη βούληση μας

έπνιξε την ιδιαιτερότητα μας

έπνιξε τον εαυτό μας

Και τώρα;

Σε τι διαφέρουμε από ρομπότ;

 

στο πατάρι το μυαλό αλυσοδέσαμε

με την αραχνιασμένη καρδιά κλειδώσαμε

των ματιών το σπαθί εμπιστευθήκαμε

τα στερεώσαμε στο θρόνο του κριτή

πραξικόπημα για την ευκολία στην εξουσία

 

σύνορα που φυλάσσουν απ’ την ελευθερία

η ποινή για τους παραβάτες εξορία

έτσι βιώνουμε τη καταδίκη

απ’ της γνώμης της κοινής το δικαστήριο

διότι το βλέμμα του εαυτού μας δε γουστάρουμε

Μα ποιος θα αμφισβητήσει το στέμμα των ματιών;

 

αόρατες άγκυρες στην ορατή επιφάνεια

ανελκυστικός ο βυθός 0υσίας

έρημος άγονη περιουσίας

μάρτυρας μονάχα αν πέσεις στο σκοτάδι

θρίλερ πέντε αστέρων το άγνωστο

Μα ποιος θα πληρώσει

για μια μάχη με τον εαυτό του;

Αυτός που προτιμά το χαρακίρι απ’ τη θεοποίηση

Το αυτομαστίγωμα απ΄το παιχνίδι με ψυχές

Να σε ρωτήσω

ζωή χωρίς ελευθερία υπάρχει;

χα

κινούμενοι νεκροί

 

Πώς να οσμιστούμε τα πτώματα στη νεκρή ζωή μας;

Αδύνατο

στην κορυφή της ασημαντότητας τα θάβουμε

ανέμελοι αυτόχειρες με τη μύτη ψηλά

περήφανοι κολυμβητές στης ανοησίας την πισίνα

μέχρι το επόμενο

μέχρι το επόμενο να είμαστε εμείς.

ΥΓ: Τα πτώματα δεν είναι ενιαίο σύνολο. Και οι άνθρωποι πεθαίνουν και η διάνοια τους πεθαίνει. Και η ζωή τους όταν δεν έχουν επιλογές. Και οι αξίες στις οποίες γυρνάμε διαρκώς την πλάτη… Η πιο σάπια νέκρα κρύβεται σε όμορφα, πετυχημένα περιτυλίγματα. Άδεια μέσα.